Halloween party ideas 2015

Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, που ανακοινώθηκε το βράδυ της Παρασκευής, σηματοδοτεί μια νέα φάση όξυνσης της αντιλαϊκής επίθεσης, με επιτάχυνση των μέτρων για ολοκλήρωση της δεύτερης «αξιολόγησης».
Απ' αυτήν τη σκοπιά, δεν εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίο η πλειοψηφία των συγκροτημάτων του Τύπου υποδέχτηκε τη νέα κυβέρνηση, χωρίς να λείπει, βέβαια, ο προβληματισμός για το κατά πόσον θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, μπροστά στις δυσκολίες της οικονομίας να ανακάμψει, τη λαϊκή δυσαρέσκεια και τις διεργασίες στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», που προμηνύονται έντονες το επόμενο διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση, ανασχηματισμός και διαπραγμάτευση πάνε μαζί. Η ίδια η κυβέρνηση ιεραρχεί ψηλά τις νέες ανατροπές στα Εργασιακά, αλλά και την εφαρμογή των ψηφισμένων νόμων για το Ασφαλιστικό, που συνιστούν βάση για παραπέρα απώλειες ασφαλισμένων και συνταξιούχων.
Ο στόχος που θέτει τώρα η κυβέρνηση, για λογαριασμό του κεφαλαίου, είναι να κάνει όλη τη «δουλειά» μέχρι το Γιούρογκρουπ στις 5 Δεκέμβρη, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την ολοκλήρωση της «αξιολόγησης» και η συζήτηση για τη διευθέτηση του χρέους.
Με βάση αυτό το χρονοδιάγραμμα, οι επόμενες 30 μέρες, με αιχμή τη βδομάδα 14 - 20 Νοέμβρη, θα είναι περίοδος - «φωτιά» για τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα. Τη βδομάδα εκείνη θα βρίσκεται στην Αθήνα το κουαρτέτο, για να ολοκληρώσει τις συνεννοήσεις για τα νέα μέτρα, οι οποίες βέβαια συνεχίζονται εντατικά αυτές τις μέρες.
Επίσης, στις 15 και 16 Νοέμβρη θα βρίσκεται στην Ελλάδα ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, με ατζέντα, πέρα από την οικονομία, τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και τη βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας, ενώ, σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο, συζητιέται πλέον ανοιχτά η «αντικατάσταση» της ΝΑΤΟικής βάσης στο Ιντσιρλίκ της Τουρκίας με αυτήν της Σούδας.
Ολες αυτές οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη να δοθεί αποφασιστική απάντηση από το εργατικό - λαϊκό κίνημα. Να σημάνει πραγματικά συναγερμός από τα σωματεία, τις Επιτροπές Αγώνα, τους εργαζόμενους και τους συνδικαλιστές, που συνειδητοποιούν το μέγεθος της επίθεσης και την ανάγκη να απαντηθεί επιθετικά.
Απέναντι σε παλιά και νέα μέτρα, η μάχη για την προετοιμασία της απεργίας στο Δημόσιο στις 24 Νοέμβρη και στις 8 Δεκέμβρη για τους εργατοϋπάλληλους στον ιδιωτικό τομέα, χρειάζεται να πάρει χαρακτηριστικά ολομέτωπης αναμέτρησης με το κεφάλαιο, την κυβέρνηση και την αντιλαϊκή πολιτική τους, με σχέδιο από κάθε σωματείο και καθημερινές πρωτοβουλίες στους κλάδους, στα εργοστάσια, στα μαγαζιά.
Να μη ριζώσει στους χώρους δουλειάς το κλίμα ανοχής, αναμονής και νέων προσδοκιών που προσπαθούν να καλλιεργήσουν η εργοδοσία και τα κόμματά της, αξιοποιώντας και τον ανασχηματισμό.
Ούτε, βέβαια, να «τσιμπήσει» ο λαός στην κοροϊδία περί «στροφής της κυβέρνησης στην καθημερινότητα», στην προσπάθεια που κάνουν να τον ξεγελάσουν ότι το νέο σχήμα κομίζει κάτι διαφορετικό από τη διαχείριση της φτώχειας και της μιζέριας, που είναι στον πυρήνα της πολιτικής της κυβέρνησης.
Κάτω από το φως των εξελίξεων, περισσότεροι εργαζόμενοι μπορούν τώρα να δουν καλύτερα τον υπονομευτικό ρόλο των συνδικαλιστικών πλειοψηφιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που, σε συνεννόηση και με μοιρασμένους ρόλους εμπόδισαν την οργάνωση πανεργατικής πανελλαδικής απεργίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, όπως πρότεινε το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Η στάση τους βοηθάει το κεφάλαιο και την κυβέρνηση, γι' αυτό και πρέπει να καταδικαστεί. Να τους απομονώσουν οι εργαζόμενοι, να πάρουν στα χέρια τους την οργάνωση των απεργιακών κινητοποιήσεων, να τις μετατρέψουν σε εφαλτήριο για νέους, πιο μαζικούς ταξικούς αγώνες.

<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις αναφέρθηκε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, μιλώντας στην τηλεόραση του «ΣΚΑΪ» το πρωί του Σαββάτου 3 Σεπτέμβρη.
Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης που θα συνεχιστούν διότι «όχι μόνο το μνημόνιο, αλλά η πολιτική που επέλεξε η κυβέρνηση και έχει αποφασίσει να τη φέρει μέχρι τέλος, οδηγεί στα τάρταρα τον ελληνικό λαό, ο οποίος πρέπει να ανασκουμπωθεί», υπογράμμισε ο Δ. Κουτσούμπας. 
Με αφορμή το κλίμα προσδοκιών που καλλιεργεί η κυβέρνηση ενόψει της ΔΕΘ, κατήγγειλε την κυβέρνηση για την κοροϊδία και τα ψέματα που λέει στον ελληνικό λαό, όπως ότι τα χρήματα από τις τηλεοπτικές άδειες θα δοθούν στις ευπαθείς ομάδες, ενώ είναι γνωστό πως «σε συνθήκες επιτήρησης, όσα χρήματα μπαίνουν στο κρατικό ταμείο πηγαίνουν στους δανειστές».
Αναφέρθηκε, επίσης, στην αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, το ρόλο των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και στη διαδικασία δημοπρασίας των τηλεοπτικών αδειών επισημαίνοντας την ανάγκη να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των εργαζομένων στα κανάλια που δεν πήραν άδειες. 

«Σύμπτωμα ενός "παλιού κόσμου που πεθαίνει"» χαρακτήριζε την Τετάρτη η «Λε Μοντ» την αποχώρηση του Εμανουέλ Μακρόν από την κυβέρνηση Ολάντ - Βαλς, την οποία ο πρώην υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας ανακοίνωσε σε μια περίοδο που επανέρχεται αυξημένη η ανησυχία για το μέλλον της γαλλικής αλλά και γενικά της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Σε κεντρικό της άρθρο στο οποίο αφιέρωσε την παραίτηση Μακρόν, ως μια από τις «ναυαρχίδες» των γαλλικών αστικών ΜΜΕ, η «Λε Μοντ» εξέφραζε την ανησυχία της για την «αχρηστία των πολιτικών κομμάτων, αρχής γενομένης από το Σοσιαλιστικό Κόμμα» που υπήρξε «ανίκανο να γίνει φορέας νέων ιδεών και να κινητοποιήσει συλλογικές ενέργειες», όπως και για το «απαρχαιωμένο μας πολιτικό σύστημα, αποκομμένο από την πραγματικότητα, υπονομευμένο από "συμβιβασμούς της τελευταίας στιγμής", ανίκανο να οργανώσει "έναν ιδεολογικό συμβιβασμό σε βάθος" πάνω στον οποίο θα οικοδομηθεί το μέλλον». Μάλιστα, συνεχίζοντας να διατυπώνει τον προβληματισμό (τουλάχιστον τμημάτων) του γαλλικού κεφαλαίου για τη δυσκολία πολιτικής συνεννόησης στη χώρα, η εφημερίδα συνέχιζε: «Από την άλλη μεριά, ο πολιτικός χώρος στον οποίο τοποθετείται ο Εμανουέλ Μακρόν και τον οποίο προσπαθεί να ενσαρκώσει, αποτελεί για τη Γαλλία μια φαντασίωση: η μεγάλη συμμαχία των "προοδευτικών" ενάντια στους συντηρητικούς όλων των αποχρώσεων. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι, πέρα από τις ρίζες της στην ιστορία της χώρας, αυτή η διάσπαση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς δομείται στις προεδρικές εκλογές και τα εκλογικά μας συστήματα που επιβάλλουν αυτό το διπολισμό».
«Μπροστά!» για το κεφάλαιο
Η ανακοίνωση της παραίτησης Μακρόν προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις. Ως πρωτεργάτης στην προώθηση πολλών μεταρρυθμίσεων (π.χ. νέα απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων και περαιτέρω χτύπημα της κυριακάτικης αργίας), ο Μακρόν προκαλούσε εδώ και καιρό τον προβληματισμό του «αριστερού» τμήματος του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS), που εξέφρασε την «ανακούφισή» του, εκτιμώντας ότι ίσως διευρυνθούν τα περιθώρια για να «ανανεώσει» το PS την «προοδευτική» του εικόνα. Από την άλλη μεριά, υπήρξαν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες ο Μακρόν ίσως μπορέσει να συσπειρώσει το «κεντρώο» τμήμα του PS και γενικά τον «κεντρώο» χώρο.
Πάντως, οι επόμενες κινήσεις του Μακρόν ίσως προσθέτουν νέα «εργαλεία» στη φαρέτρα των Γάλλων αστών να επιδιώξουν την ανάκτηση χαμένης δύναμης έναντι των ανταγωνιστών τους. Για τα λαϊκά στρώματα τίποτα προς το συμφέρον τους δεν σηματοδοτούν. Η ίδρυση (από την περασμένη άνοιξη) της πολιτικής κίνησης «En Marche!» («Μπροστά!») του Μακρόν, της οποίας τις θέσεις θα παρουσιάσει τις επόμενες βδομάδες, συνδέεται με ευρύτερες διεργασίες εντός Γαλλίας αλλά και γενικά εντός Ευρώπης, για το μείγμα διαχείρισης της κρίσης και προσπάθειας «αντιμετώπισης» της οικονομικής στασιμότητας που υπάρχει, για την έκταση και τις προτεραιότητες που θα χαρακτηρίζουν τη συνεργασία μεταξύ κρατών και μονοπωλιακών ομίλων.
Εχει σημασία, πάντως, ότι ο Μακρόν εμφανιζόταν από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε το υπουργείο Οικονομίας υποστηρικτής μιας πιο χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής ως ένας μοχλός για επενδύσεις και μιας μορφής διακυβέρνησης με την οποία η Γερμανία έχει αντιρρήσεις. «Η Ευρώπη δε θα ανακάμψει αν δεν υπάρξει μεγαλύτερη γαλλο-γερμανική σύγκλιση. Αυτή η σύγκλιση περνάει από μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία και από την επανεξέταση στη Γερμανία της δημοσιονομικής και επενδυτικής πολιτικής της», έλεγε σε δηλώσεις του, εκφράζοντας ανοιχτά και τον προβληματισμό της γαλλικής πλουτοκρατίας για την πολιτική της ΕΕ. Για παράδειγμα, σε παλιότερη συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα «Suddeutsche Zeitung», είχε επισημάνει ότι αποτελεί κίνδυνο «μια νέα μορφή συντηρητισμού, την οποία αποτελεί ο φετιχισμός του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, η γοητεία που ασκεί η μείωση του χρέους, που αποτελεί επίσης σύμπτωμα μιας γηράσκουσας χώρας». Τότε, επέμεινε στην πρόταση που συχνά το Παρίσι επαναφέρει για δημιουργία μιας «οικονομικής κυβέρνησης στην Ευρωζώνη», με έναν αρμόδιο Επίτροπο που δε θα είναι απλά αρμόδιος «για τα δημοσιονομικά στο εσωτερικό της Ευρωζώνης», αλλά «θα προσφέρει πόρους για επενδύσεις ή θα έχει λόγο στην εργασιακή πολιτική». Ζητούσε «μεγαλύτερο (κοινό) προϋπολογισμό» (στην ΕΕ), με το σκεπτικό ότι «τα περισσότερα χρήματα είναι απαραίτητα ώστε να προστατευθούν τα κράτη - μέλη από τις οικονομικές αναταράξεις» και καλούσε τη Γερμανία «να σπάσει κάποια ταμπού, καθώς μέχρι τώρα το Βερολίνο απορρίπτει κατηγορηματικά τα σχέδια για μια ένωση μεταφοράς χρημάτων. Αν τα κράτη - μέλη, όπως πριν, δεν είναι έτοιμα να δεχτούν ένα είδος μεταφοράς χρημάτων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, μπορούμε να ξεχάσουμε το ευρώ και την Ευρωζώνη! Δεν μπορεί να υπάρξει νομισματική ένωση χωρίς την εξίσωση των δημοσιονομικών (των χωρών - μελών)! Οι ισχυροί πρέπει να βοηθήσουν».
Αν και παρόμοια πολιτική εκφράζεται από τη γαλλική κυβέρνηση, υπάρχουν διαφορές στα σημεία και ίσως στην τακτική αντιπαράθεσης με τη Γερμανία.
Η υποψηφιότητα Μοντεμπούργκ
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ενδιαφέρον έχουν και άλλες διεργασίες που επιταχύνονται, ενόψει των προεδρικών εκλογών που θα γίνουν την ερχόμενη άνοιξη. Στις 21 Αυγούστου, ο προκάτοχος του Μακρόν στο υπουργείο Οικονομίας, Αρνό Μοντεμπούργκ, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για την προεδρία της χώρας, παρουσιάζοντας «ένα μεγάλο Εναλλακτικό Σχέδιο για τη Γαλλία», εννοώντας φυσικά για τη διέξοδο που αναζητούν τα γαλλικά μονοπώλια πιεσμένα από την όξυνση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και την ένταση της ανισομετρίας, εντός και εκτός Ευρώπης, με την απόσταση που τα χωρίζει από τους ανταγωνιστές τους (και πρώτα τους Γερμανούς) να έχει μεγαλώσει, σε αρκετές περιπτώσεις.
Η υποψηφιότητα Μοντεμπούργκ παρουσιάστηκε από ορισμένους ως «προοδευτική», με την έννοια ότι θα μπορούσε να βάλει φρένο στη συστράτευση του Παρισιού με το («κακό») Βερολίνο.
Ομως, οι προτάσεις που παρουσίασε φανέρωσαν με σαφήνεια ποια τάξη εξυπηρετεί και η δική του υποψηφιότητα.
Ετσι, σε κεφάλαιο για την «επανεκκίνηση της γαλλικής οικονομίας», όπου εκφράζεται ανησυχία για τη (δήθεν) «αποβιομηχάνιση» της Γαλλίας, αναφέρεται: «Επιχειρήσεις διεθνούς εμβέλειας πίσω από τις οποίες κρύβονται έθνη κατακτητές, έρχονται να εμφανιστούν στους τομείς δικών μας μεγάλων ομίλων και βιομηχανικών "διαμαντιών" χωρίς καμία αμυντική παρέμβαση από την πλευρά του κράτους και της κυβέρνησης». Δηλαδή, ανοιχτά διατυπώνεται ο προβληματισμός του γαλλικού κεφαλαίου επειδή μεγάλα «μαγαζιά» στα οποία κυρίαρχες είναι οι δικές του μετοχές χάνουν μερίδια από την αγορά (ντόπια και όχι μόνο), χωρίς κάποια «αμυντική παρέμβαση» της κυβέρνησης. Και για να μην υπάρξουν αμφιβολίες για τις επιχειρήσεις για τις οποίες αγωνιά (και) ο κατά πολλούς «αριστερός» Μοντεμπούργκ, η «εναλλακτική» επισημαίνει ότι «η εκατόμβη μεγαλώνει κάθε χρόνο: TECHNIP, CLUB MED, ALSTOM, ALCATEL, LAFARGE, ALTIS», παραθέτοντας γαλλικά μονοπώλια που περιόρισαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις δραστηριότητές τους, στερώντας προφανώς από τους μεγαλοκαπιταλιστές ιδιοκτήτες τους τη δυνατότητα περαιτέρω ανέλιξης στην «πίτα» ενός ή περισσότερων κλάδου, μιας στενότερης ή ευρύτερης αγοράς.
Γενικά, ο Μοντεμπούργκ λανσάρει την ανάγκη να δοθεί βάρος στη φόρμουλα «Μέιντ ιν Φρανς» (σ.σ. Παραγωγή στη Γαλλία), αποτυπώνοντας τη δυσαρέσκεια για μειωμένα πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν οι γαλλικές εταιρείες απέναντι σε ανταγωνιστές τους, ειδικά σε διάφορους στρατηγικούς τομείς της βιομηχανικής παραγωγής.
Με αφετηρία την εξυπηρέτηση των στρατηγικών και μακροπρόθεσμων συμφερόντων του γαλλικού κεφαλαίου, που συνδέονται και με τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, ο Μοντεμπούργκ προτάσσει και τη δημιουργία «μιας συμμαχίας ιστορικής φύσης», ώστε «όλες οι παραγωγικές δυνάμεις (να στρατευτούν πίσω) από τις ΜΜΕ (σ.σ. Μικρο-Μεσαίες Επιχειρήσεις) που παράγουν στη Γαλλία».
Βέβαια, στη Γαλλία όταν μιλάμε για ΜΜΕ αναφερόμαστε σε εταιρείες με πάνω από 200 εργαζόμενους. Η πορεία τέτοιων εταιρειών (ο εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού τους, η διεύρυνση των επενδύσεών τους, η στήριξή τους με επιδοτήσεις ή φοροαπαλλαγές κ.τ.λ.) επιδρά σημαντικά στη νομοτελειακή για τον καπιταλισμό διαδικασία της συγκέντρωσης της παραγωγής σε λιγότερα χέρια.
Από αυτή τη σκοπιά, ο Μοντεμπούργκ ζητά «όλος ο κόσμος πρέπει να επιδείξει αυτή τη συλλογική προτίμηση (στις ΜΜΕ και τη στήριξη του "Μέιντ ιν Φρανς")» και δηλώνει ότι «το "Μέιντ ιν Φρανς"... πρέπει να γίνει μια από τις μέγιστες και θεμελιακές πολιτικές προτεραιότητες γύρω από τις οποίες προσπαθώ να συσπειρώσω τους Γάλλους». Επιδιώκει, μάλιστα, να καλλιεργήσει αυταπάτες πως «πρώτα παράγουμε πλούτο πριν τον διανείμουμε», λες και ωφελήθηκαν ποτέ οι εργάτες από την ισχυροποίηση της εργοδοσίας. Τολμά, μάλιστα, να ισχυρίζεται ανερυθρίαστα και ότι «οι εργαζόμενοι είναι συμμέτοχοι στα κέρδη και μπορούν επίσης να είναι συμμέτοχοι στις αποφάσεις και στην ανάπτυξη της εταιρείας τους», συμπληρώνοντας μάλιστα: «Το "Μέιντ ιν Φρανς" αποτελεί μια νέα συμμαχία ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις, ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία». Εκφράζει, δηλαδή, κι αυτός την αγωνία και της γαλλικής πλουτοκρατίας να εγκλωβίσει τις εργατικές - λαϊκές συνειδήσεις πίσω από τις δικές της στρατηγικές επιδιώξεις. Να κερδίσει ανοχή αλλά και στήριξη στην κόντρα της με τους ανταγωνιστές της, κόντρα που για τους λαούς είναι πολλαπλά επικίνδυνη.

Ολοι οι παραπάνω προβληματισμοί έχουν άμεση σχέση με τη διεύρυνση της ανισομετρίας ανάμεσα σε Γερμανία - Γαλλία (ισχυροποιήθηκε η Γερμανία σχετικά με τη Γαλλία), με βασικό παράγοντα επίδρασης σ' αυτό την καπιταλιστική οικονομική κρίση. Γεγονός που εκφράζει έντονες ανησυχίες των γαλλικών μονοπωλιακών ομίλων τόσο στο πλαίσιο της Ευρωζώνης και της ΕΕ, όσο και στην παγκόσμια οικονομία. Σε συνδυασμό δε με τμήματα του κεφαλαίου που αντιδρούν σε Ευρωζώνη - ΕΕ εκφράζοντας φυγόκεντρες τάσεις, αναζητείται διέξοδος εντός ευρώ και ΕΕ, αλλά κόντρα στη σημερινή αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και την εναρμόνιση των οικονομιών με βάση τους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας για τα ελλείμματα και το κρατικό χρέος, αυστηρότητα που τη χρεώνουν στη Γερμανία.

Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ,Τζον Κέρι, και της υπουργού Εμπορίου, Πένι Πρίτζκερ, στην Ινδία αυτή τη βδομάδα, όπως και η επίσκεψη του υπουργού Αμυνας της Ινδίας,Μανοχάρ Παρικάρ, στην Ουάσιγκτον, επιβεβαιώνουν το τεράστιο ενδιαφέρον που έχουν οι ΗΠΑ γι' αυτή τη μεγάλη χώρα, στο πλαίσιο φυσικά της ευρύτερης προσπάθειας που κάνουν στην Ασία και τον Ειρηνικό, προκειμένου να ανταγωνιστούν άλλους μεγάλους παίκτες όπως η Κίνα και η Ρωσία.
Η Ινδία δεν επιλέγεται τυχαία. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο, με 1,2 δισεκατομμύρια πληθυσμό, πυρηνική δύναμη, μια ραγδαία αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία που «τρέχει» εν μέσω κρίσης που πλήττει πολλές καπιταλιστικές χώρες, με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 7% του ΑΕΠ, είναι μέλος των G-20, των 20 πιο αναπτυγμένων χωρών, μέλος περιφερειακών και διεθνών διακρατικών ενώσεων, με πιο ενδεικτικές την Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης, που αναπτύσσει μαζί με την Κίνα και τη Ρωσία, ή τις BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική). Ειδικά μετά την ανάδειξη του νέου πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι, οι φιλοδοξίες του κυρίαρχου τμήματος της αστικής τάξης, για να αναβαθμίσει τη θέση της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, έχουν κλιμακωθεί. Ο συγκεκριμένος αστός πολιτικός με το κόμμα του (ινδουιστικό συντηρητικό) «Μπαρατίγια Τζανάτα» κατάφερε την άνοιξη του 2014 να νικήσει το Κογκρέσο μετά από περίπου 30 χρόνια κυριαρχίας, με την ταμπέλα του προωθητή του αστικού εκσυγχρονισμού στην Ινδία. Πέρα από τις υποσχέσεις που έδωσε - χειραγωγώντας πλατιά λαϊκά στρώματα - για την αντιμετώπιση των τεράστιων ελλείψεων σε υποδομές, στις μεταφορές, την Παιδεία, την Υγεία, αυτό που πρωτίστως επιχειρεί είναι κυρίως να προβάλει την Ινδία ως χώρα φιλική στις επενδύσεις, με την καμπάνια «Make in India» (Δημιουργώντας στην Ινδία). Δηλαδή, για την προώθηση άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα και την ίδια ώρα για τη διευκόλυνση της δράσης των ινδικών μονοπωλιακών ομίλων στον κόσμο, κάτι που τα τελευταία χρόνια διευρύνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
Σε αυτές τις επιδιώξεις συναντιέται το κυρίαρχο τμήμα της αστικής τάξης με τα σχέδια των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Ενα χαρακτηριστικό σημείο όπου φαίνεται αυτό, είναι στην εκτεταμένη στρατιωτική και αμυντική συνεργασία των δύο χωρών που συνεχώς διευρύνεται, προκαλώντας και την ανησυχία Κίνας και Ρωσίας, που όπως ήδη είπαμε αναπτύσσουν και αυτές συνεργασία, και στρατιωτική, με την Ινδία.
Πάντως, η λεγόμενη στρατηγική αμυντική συνεργασία ΗΠΑ - Ινδίας χρονολογείται από το 1995. Το 2005 υπογράφτηκε μεγάλη συμφωνία, που βρήκε όμως αντιδράσεις από αρκετές πολιτικές δυνάμεις όπως και μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις, για να ανανεωθεί επί Μόντι το 2015.
Στρατηγική αμυντική συνεργασία και συνεργασία για την ασφάλεια
Στην κοινή ανακοίνωση κατά τη διάρκεια του λεγόμενου 2ου Στρατηγικού και Εμπορικού Διαλόγου Ινδίας - ΗΠΑ, που έγινε στις 30 Αυγούστου στο Νέο Δελχί με συμπροέδρους τους ΥΠΕΞ, την Σούσμα Σουράι και τονΤζον Κέρι, και τον υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας της Ινδίας, Νιρμάλα Σιταράμ, και την υπουργό Εμπορίου των ΗΠΑ, Πένι Πρίτζκερ, σημειώνεται σχετικά με το ζήτημα της ασφάλειας: «Οι δύο πλευρές, επαναλαμβάνοντας ότι οι αμυντικοί δεσμοί αποτελούν το θεμέλιο της διμερούς στρατηγικής εταιρικής σχέσης, αναγνώρισαν τη σημασία της ανακοίνωσης σχετικά με το ότι η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος εταίρος των ΗΠΑ στην περιοχή και αποφασίζουν να λάβουν περαιτέρω μέτρα ώστε με ταχύτητα να καταστεί δυνατή η μεγαλύτερη συνεργασία στον τομέα και στη συνεργασία παραγωγής και συμπαραγωγής». Και προστίθεται: «Για το σκοπό αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται να ανυψώσουν το εμπόριο και αμυντικής τεχνολογίας που μοιράζονται με την Ινδία σε επίπεδο ανάλογο με τους στενότερους συμμάχους και τους εταίρους τους».
Επίσης, στη συνάντηση των υπουργών Αμυνας, Α. Κάρτερ και Μ. Παρικάρ, που έγινε στις 29 Αυγούστου στην Ουάσιγκτον, υπογραμμίστηκε η στήριξη των ΗΠΑ στο λεγόμενο Μηχανισμό Ελέγχου Πυραυλικής Τεχνολογίας, όπως και η θετική τους γνώμη η Ινδία να γίνει μέλος της λεγόμενης Ομάδας Πυρηνικών Προμηθευτών (Nuclear Suppliers Group) καθώς και των αντίστοιχων οργανισμών για τον έλεγχο των συμβατικών όπλων, όπως η Ομάδα της Αυστραλίας ή αυτή του Wassenaar. Οι δύο υπουργοί συζήτησαν, επίσης, τους σχεδιασμούς για ανάπτυξη αμυντικών συστημάτων και την πρόσφατη δημιουργία 5 ομάδων εργασίας και από τις δύο χώρες, που συγκροτήθηκαν για να εξετάσουν συστήματα ναυτικά, αεράμυνας, ανταλλαγής πληροφοριών και νέας τεχνολογίας, προστασίας από χημικά και βιολογικά όπλα. Γίνεται λόγος και για βιομηχανική συνεργασία στον τομέα, στο πλαίσιο του φιλόδοξου προγράμματος «Δημιουργώντας στην Ινδία». Ιδιαίτερα, επίσης, απασχολεί η ναυσιπλοΐα στην ευρύτερη περιοχή - Ινδικό, Νότια Κινεζική Θάλασσα, Ειρηνικό - και οι επιδιώξεις και άλλων δυνάμεων (βλέπε πρωτίστως Κίνα). Ακόμα, με θετικό τρόπο εκτιμήθηκαν οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και με την Ιαπωνία, η συμμετοχή ινδικών δυνάμεων στην άσκηση στον Ειρηνικό RIMPAC που γίνεται στη Χαβάη, όπως και η λεγόμενη Red Flag Air Force Exercise στην Αλάσκα.
Και στη συνάντηση των υπουργών και στην κοινή ανακοίνωση του 2ου Διαλόγου, αξιοποιείται επίσης η λεγόμενη «καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας», όπως και οι απειλές στον κυβερνοχώρο.
Ταυτόχρονα, ρητά δηλώνεται ότι οι δύο πλευρές στηρίζουν τη λεγόμενη μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και ότι οι ΗΠΑ θα υποστηρίξουν την υποψηφιότητα της Ινδίας για να καταστεί μόνιμο μέλος του Συμβουλίου, ζήτημα που η ινδική αστική τάξη διεκδικεί πολλά χρόνια, όπως και άλλες χώρες που θεωρούν ότι το δικαιούνται λόγω του «βάρους» που έχουν στην παγκόσμια σκηνή. Στην ουσία, πρόκειται για τη δύναμη των καπιταλιστικών κρατών, στρατιωτική, οικονομική, πολιτική, ώστε να επηρεάζουν τους διεθνείς συσχετισμούς στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Οσον αφορά το ρόλο της Ινδίας στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (αυτές που οι ιμπεριαλιστές βαφτίζουν ειρηνευτικές αποστολές) όπου Γης, έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην τριμερή συνεργασία ΗΠΑ - Ινδίας - Αφγανιστάν και την προγραμματισμένη για φέτος συνάντησή τους στη Νέα Υόρκη.
Μπίζνες στην Ενέργεια
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη συνεργασία μονοπωλιακών ομίλων και κρατικών οργανισμών σε διάφορα πρότζεκτς για τη λεγόμενη «προωθημένη καθαρή ενέργεια για την αειφόρο ανάπτυξη» και τη δήθεν πρόσβαση όλων σε αυτή. Οι πλευρές χαιρέτισαν τις συλλογικές προσπάθειες της λεγόμενης πρωτοβουλίας ΗΠΑ - Ινδίας Clean Energy Finance (USICEF) για τη χρηματοδότηση του σχεδίου, όπως και το πρόγραμμα για την αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας και τις λεγόμενες «έξυπνες πράσινες τεχνολογίες και αποθήκευσης Ενέργειας».
Ξεχωριστής σημασίας κεφάλαιο είναι η λεγόμενη πυρηνική συνεργασία. Οι δύο πλευρές σημείωσαν την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, αναφέροντας ότι η αμερικανική εταιρεία κατασκευής πυρηνικών αντιδραστήρων «Westinghouse» και η Πυρηνική Εταιρεία Ενέργειας της Ινδίας βρίσκονται στα τελευταία στάδια των διακανονισμών για να αρχίσει τον Ιούνη του 2017 η κατασκευή 6 αντιδραστήρων. Επίσης, εξετάστηκαν τα μνημόνια συνεργασίας για τα ορυκτά καύσιμα, θέτοντας, όπως δηλώνεται, κοινούς όρους ώστε να τηρούνται οι περιβαλλοντολογικές νόρμες που έχουν συμφωνηθεί στις λεγόμενες Συμφωνίες του Παρισιού για το Κλίμα, που βεβαίως το όλο ζήτημα είναι ένα πεδίο σφοδρότατου ανταγωνισμού, καθώς η κάθε αστική τάξη θέλει να είναι ...τόσο ευαίσθητη στην προστασία του περιβάλλοντος όσο τη συμφέρει.
Διευκόλυνση της δράσης των μονοπωλίων
Σε ό,τι αφορά τις διμερείς εμπορικές συναλλαγές, σημειώνεται, παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία κινείται σε υποτονικούς ρυθμούς, ότι αυτές έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα κατά τα δύο τελευταία χρόνια. Εχουν πυκνώσει τα επιχειρηματικά Φόρουμ, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία, ενώ σε δέκα μέρες σχεδιάζεται οι δύο χώρες και τα κοινά προγράμματά τους να παρουσιαστούν στο Παγκόσμιο Συνέδριο Connect, ενώ προετοιμάζεται και Παγκόσμια Διάσκεψη Επιχειρηματικότητας το 2017, που θα φιλοξενηθεί στην Ινδία.
Ταυτόχρονα, διαπιστώθηκε ότι είναι χρήσιμη η «ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών για την ευκολία του επιχειρείν», δηλαδή το πώς θα διευκολυνθεί ακόμα περισσότερο η δράση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Γίνεται λόγος για προώθηση μεταρρυθμίσεων που αφορούν το φορολογικό σύστημα, τα τελωνεία, το ηλεκτρονικό εμπόριο, των διαδικασιών για τη σύσταση επιχειρήσεων, τις δημόσιες συμβάσεις. Βεβαίως, όπου ακούμε «βέλτιστες πρακτικές», από την εμπειρία στην ΕΕ, αυτές μπορεί να λειτουργούν για τους καπιταλιστές για την αύξηση της κερδοφορίας, αλλά φέρνουν όλο και νέα αντιλαϊκά μέτρα, κατάργηση Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, χτύπημα κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Περιθώρια για δράση των επιχειρηματιών διαβλέπονται και σε άλλους τομείς όπως ο Τουρισμός, όπου γίνεται χαρακτηριστικά αναφορά σε 1,3 εκατομμύρια Ινδούς τουρίστες (φυσικά πλούσιους, γιατί η πλειοψηφία των εργαζομένων δυσκολεύεται να ταξιδέψει και μέσα στη χώρα) που επισκέφτηκαν τις ΗΠΑ, όπως και 1,2 εκατομμυρίων Αμερικανών που επισκέφτηκαν την Ινδία. Επίσης, «ευκαιρίες» θεωρείται ότι υπάρχουν και σε τομείς όπως η Υγεία, η Εκπαίδευση, οι πολιτιστικές ανταλλαγές. Μόνο που όλα αυτά αποσκοπούν στο πώς θα ανοίξουν και άλλα πεδία για το κεφάλαιο και δεν έχουν καμία σχέση με την ...ευημερία των δύο λαών, όπως ισχυρίζονται οι εκπρόσωποι των καπιταλιστών.

Την ώρα που η διοίκηση της ΕΥΔΑΠ απευθύνει τελεσίγραφο σε όσους χρωστούν στην Επιχείριση, να προχωρήσουν άμεσα σε ρύθμιση των οφειλών τους, ειδάλλως θα διακόψει την παροχή νερού στα σπίτια τους, η κυβέρνηση μέσω Κοινής Υπουργικής Απόφασης αρμόδιων υπουργών που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση τις προηγούμενες μέρες, ετοιμάζεται για νέες χρεώσεις στο νερό που θα πλήξουν επιπλέον το λαϊκό εισόδημα.
Η ΕΥΔΑΠ καλεί τους οφειλέτες να ρυθμίσουν τα χρέη τους μέχρι τις 30 Σεπτέμβρη, μέσω προγράμματος δόσεων που μπορεί να φτάσει και τις 36, κατά το δρόμο που χάραξε η ΔΕΗ, και η προειδοποίηση έρχεται με την απειλή «σας κόβω το νερό». Η σκληρή επίθεση που δέχονται τα λαϊκά νοικοκυριά όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, με αποτέλεσμα το εισόδημά τους να το έχει εξανεμίσει η κυβερνητική πολιτική διαχείρισης της κρίσης σε όφελος του κεφαλαίου, είχαν ως αποτέλεσμα να μην μπορούν αρκετά εξ αυτών να ανταποκριθούν ακόμη και στα σχετικά χαμηλά μέχρι σήμερα τιμολόγια της ΕΥΔΑΠ, έτσι αυξάνονται χρόνο με το χρόνο οι οφειλές τους προς την Επιχείριση.
Σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα στα τέλη Ιούνη, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές είχαν φτάσει συνολικά στα 217 εκατ. ευρώ στα τέλη Ιούνη, με τα χρέη των νοικοκυριών αλλά και των ΟΤΑ να αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα του παραπάνω ποσού. Η προειδοποίηση του διευθύνοντα συμβούλου της ΕΥΔΑΠ είναι σαφής, αφού όπως ρητά έχει δηλώσει, εάν δεν περάσουν από τα ταμεία της Επιχείρισης για ρύθμιση, τότε «θα τους κόψουμε το νερό».
Ερχεται και η «δίκαιη κοστολόγηση»...
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να επιβαρύνει με επιπλέον κόστος τις χρεώσεις του νερού μέσω των αλλαγών που προωθεί το υπουργείο Περιβάλλοντος στον υπολογισμό του κόστους των υδάτων άρδευσης και ύδρευσης, ανάλογα με τη χρήση τους. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση που δόθηκε προς δημόσια διαβούλευση, εξειδικεύεται και προσαρμόζεται η πολιτική υδάτων της Ελλάδας, με την οδηγία 2000/60/ΕΚ, δηλαδή την ευρωενωσιακή νομοθεσία της εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης του νερού, που εξασφαλίζει κέρδη για το κεφάλαιο. Με αυτήν επιβάλλει υποχρεωτικά νέο χαράτσι, το λεγόμενο «περιβαλλοντικό τέλος», με τη θέσπιση περιβαλλοντικού κόστους και κόστους πόρου για την ύδρευση των λαϊκών νοικοκυριών και την άρδευση της αγροτικής παραγωγής, στο όνομα της «προστασίας» των υδάτων, της «ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος» και δήθεν «εξοικονόμησης της κατανάλωσης ύδατος».
Οπως ισχυρίζεται η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος, σκοπός της σχετικής ΚΥΑ είναι η δημιουργία μιας «πιο δίκαιης και ορθολογικής τιμολογιακής πολιτικής». Σύμφωνα με τις αλλαγές που προωθούνται, κατά την τιμολόγηση του νερού θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το χρηματοοικονομικό κόστος, δηλαδή η οικονομική αποτίμηση όλων των έργων κατασκευής, λειτουργίας και συντήρησης των υποδομών που είναι απαραίτητες για τις υπηρεσίες παροχής νερού (δίκτυα, υδραγωγεία κ.λπ.).
Σε μια προκλητική προσπάθεια να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα αλλά και να βγάλουν «λάδι» την αντιλαϊκή πολιτική της ΕΕ αλλά και τη δική τους, σε ένα ακόμη ζήτημα επιβάρυνσης των λαϊκών νοικοκυριών, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ υποστηρίζει πως «η κοινοτική οδηγία δεν ζητεί την τιμολόγηση του νερού, αλλά τη σωστή τιμολόγηση των υπηρεσιών που χρειάζονται για να έχουμε πρόσβαση στο αγαθό»...
Το χαράτσι θα χτυπήσει πρώτα την ύπαιθρο
Το χαράτσι θα επιβαρύνει όλα τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά. Φαίνεται, όμως, ότι θα επιβαρυνθούν περισσότερο, λόγω άρδευσης (μεγάλες καταναλώσεις), οι μικρομεσαίοι αγρότες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Β. Αποστόλου, προσπάθησε ευθύς εξαρχής να δημιουργήσει κλίμα εφησυχασμού, υποστηρίζοντας κι αυτός, κατά την επίσημη κυβερνητική «γραμμή», ότι σκοπός της ΚΥΑ είναι η «κοστολόγηση» και όχι η «τιμολόγηση» του νερού άρδευσης, λες δηλαδή και δε θα πληρώνουν το χαράτσι. Ειδικότερα, μιλώντας σχετικά με το «περιβαλλοντικό τέλος», υποστήριξε ότι θα μπορούσε να επιδοτηθεί από κοινοτικά κονδύλια, καθώς ήδη «η αγροτική παραγωγή στη χώρα μας έχει υψηλό κόστος και δεν πρόκειται να επιβαρυνθεί περαιτέρω». Φαίνεται όμως ότι προβάλλει τέτοια επιχειρήματα, επειδή δε θέλει να επιβαρύνει τους μεγαλοαγρότες, τους καπιταλιστές της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής.
Ομολόγησε, ουσιαστικά, ότι πράγματι θα επέλθει αύξηση της τιμής του αρδευτικού νερού. Είπε, δε, ότι μέχρι τέλος του έτους, η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος θα έχει τα στοιχεία για την κοστολόγηση του νερού άρδευσης και τότε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης θα ξεκινήσει τις διαδικασίας για ενσωμάτωση του κόστους στα κονδύλια του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης. Αυτό βέβαια που δεν λέει ο υπουργός είναι ότι η αύξηση του νερού είναι ένας ακόμη πρόσθετος παράγοντας συμβολής στο ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων.
Ενα ακόμη σημείο της ΚΥΑ που βγάζει μάτι ως προς τον ταξικό της χαρακτήρα, είναι η εξαίρεση από την «κοστολόγηση» για τις «υπηρεσίες ύδατος για ενεργειακή χρήση», δηλαδή τη χρήση του νερού από τους μονοπωλιακούς ομίλους για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (για την παροχή της οποίας η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα ήδη επιβαρύνονται με το «πράσινο τέλος» για τις Ανανεώσιμες Πηγές που ενισχύει τους επιχειρηματίες), εξασφαλίζοντάς τους έτσι για τη χρήση του νερού μηδενικό κόστος, ενώ «είναι δυνατόν να εξαιρούνται από τα περιβαλλοντικά τέλη: χρήστες οι οποίοι, με την εφαρμογή κατάλληλων πρακτικών ορθής διαχείρισης, συμβάλλουν στη διατήρηση ή/και βελτίωση της καλής κατάστασης των υδάτων, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης λυμάτων (δηλαδή βιομήχανοι και μεγαλοξενοδόχοι που έχουν πάρει επιδοτήσεις για αμφίβολης αποτελεσματικότητας βιολογικούς καθαρισμούς), ενώ ασαφής παραμένει η πιθανή εξαίρεση σε αυτή τη φάση κάποιων «πηγαδιών /φρεατίων».
Ομολογούν την επερχόμενη αύξηση
Η κυβέρνηση, θέλοντας να περάσει «στα μαλακά» η επιβολή του χαρατσιού και η νέα λαϊκή επιβάρυνση, προβλέπει (άρθρα 8 και 10) τη σταδιακή υλοποίησή του για άρδευση - ύδρευση, αγροτική χρήση: «...τα προβλεπόμενα περιβαλλοντικά τέλη επιβάλλονται στους τελικούς χρήστες, για πρώτη φορά από την πρώτη αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης και, σε αρχικό στάδιο, κλιμακωτά μέχρι τη δεύτερη αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης, με βασικό κριτήριο την αποτροπή της απότομης και υπερβολικής επιβάρυνσης των χρηστών, ώστε να μην επέρχεται αδυναμία κάλυψης των βασικών τους αναγκών». Το νέο χαράτσι θα εισπράττουν οι εταιρείες ύδρευσης - αποχέτευσης, το 97,5% του οποίου θα πηγαίνει στο «πράσινο ταμείο», γνωστό για τη χρηματοδότηση ΜΚΟ και επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στο περιβάλλον.
Μέχρι σήμερα, μόνο η δημοτική αρχή της Πάτρας έχει αντιδράσει στις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης, εκδίδοντας σχετικό καταδικαστικό ψήφισμα την περασμένη βδομάδα, ενώ και ο κομμουνιστής δήμαρχος Πατρέων, Κώστας Πελετίδης, κατά την ομιλία του στο Δημοτικό Συμβούλιο, κατήγγειλε την προσπάθεια επιβολής νέου χαρατσιού στο νερό. Δήλωσε, ακόμη, πως το Δημοτικό Συμβούλιο στηρίζει «τον αγώνα για φθηνό, ελεγμένο, ποιοτικό νερό για το λαό. Για πλήρη σταθερή εργασία για το σύνολο των εργαζομένων στον κλάδο. Για κατάργηση του αντιλαϊκού νομοθετικού πλαισίου εφαρμογής της οδηγίας της ΕΕ, για το νερό και του περιβαλλοντικού τέλους. Το παρόν ψήφισμα να κοινοποιηθεί στην ΚΕΔΕ, την ΕΔΕΥΑ, την Περιφερειακή Ενωση Δήμων Δυτικής Ελλάδος και στα αρμόδια υπουργεία».

Είναι προφανές ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όπως και οι προκάτοχοί της, αντιμετωπίζουν το νερό και η χρήση του ως εμπόρευμα και όχι ως κοινωνικό αγαθό, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης της Ελλάδας και της διαχείρισης των υδατικών πόρων σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Η διαχείριση του νερού ως κοινωνικού αγαθού, προς όφελος του λαού, προϋποθέτει ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, με κοινωνικοποιημένα τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, τη γη, επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και εργατικό έλεγχο, πλαίσιο στο οποίο και οι υδάτινοι πόροι, τα εργοστάσια επεξεργασίας νερού, τα δίκτυα ύδρευσης, άρδευσης, η υποδομή αποχέτευσης και επεξεργασίας λυμάτων, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί θα αποτελούν κοινωνική κρατική ιδιοκτησία και θα μπορεί να προβλέπει και να ικανοποιεί το σύνολο των λαϊκών αναγκών και στο συγκεκριμένο τομέα.

Μια αποκαλυπτική ανάγνωση του υπομνήματος που συνοδεύει την απόφαση του ΟΜΕΔ για την κλαδική σύμβαση των ζαχαρωδών

Ενα από τα επιχειρήματα που τελευταία προβάλλει η κυβέρνηση, και ειδικότερα η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, στις διαβουλεύσεις για τα Εργασιακά, είναι ο ισχυρισμός πως οι εργοδοτικές ενώσεις δεν επιθυμούν σοβαρές αλλαγές στη νομοθεσία για την αγορά εργασίας και πως τις όποιες ανατροπές τις αξιώνουν οι «απέξω» και ειδικότερα το ΔΝΤ, που, σύμφωνα και με τη φράση του υπουργού Εργασίας, «ζητάει αίμα»!
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ούτε εδώ πρωτοτυπεί. Από το 2010, που η αντιλαϊκή επίθεση πήρε τη μορφή των μνημονίων, οι αστικές κυβερνήσεις που ανέλαβαν να διαχειριστούν την καπιταλιστική κρίση σε βάρος του λαού, πρόβαλλαν επίμονα αυτό το προπαγανδιστικό εύρημα, σε μια προσπάθεια να «βγάλουν λάδι» το ντόπιο κεφάλαιο, να χαράξουν πλαστές διαχωριστικές γραμμές (από τη μια πλευρά η χώρα και από την άλλη οι «σκληροί» δανειστές), αφήνοντας στο απυρόβλητο το ρόλο των επιχειρηματικών ομίλων και τις βαθύτερες αιτίες της κρίσης.
Με το προπαγανδιστικό αυτό σχήμα, η κυβέρνηση παρουσιάζει ταυτόχρονα τον ΣΕΒ ως «σύμμαχο», με τον οποίο θα προστατέψει τάχα τα εργασιακά δικαιώματα, καλώντας τους εργαζόμενους να συναντηθούν με τους εργοδότες «σε ένα γόνιμο και δημιουργικό διάλογο για τη βελτίωση και την αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων, την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που δεν μπορεί παρά να βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό του ρόλου των παραγωγικών φορέων», όπως είπε ο Αλ. Τσίπρας στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, η εργοδοσία κλιμακώνει την επιθετικότητά της. Το επιβεβαιώνουν οι απολύσεις, ηαπληρωσιά, οι ατομικές συμβάσεις που επιβάλλει, η κατάπνιξη κάθε εργατικής διεκδίκησης, με όλα τα μέσα και κυρίως οι νέες αξιώσεις σε βάρος των εργατικών συμφερόντων που προβάλλει με κάθε ευκαιρία. Απ' αυτήν την άποψη, η στάση των εργοδοτικών ενώσεων στις διαπραγματεύσεις για τις κλαδικές συμβάσεις είναι αποκαλυπτική για το τι ακριβώς επιδιώκει το κεφάλαιο ενόψει των διαπραγματεύσεων για τα Εργασιακά.
Αναγνωρίζουν μόνο τα κατώτερα όρια
Μόλις την προηγούμενη βδομάδα, ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) εξέδωσε άλλη μια απόφαση για τη συλλογική διαφορά μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεων και των εργαζομένων σε βιομηχανίες, βιοτεχνίες και εργαστήρια ζαχαρωδών. Και αυτή η απόφαση αποδεικνύει ότι ο ΟΜΕΔ αποτελεί μηχανισμό περικοπής των εργατικών μισθών και αφαίρεσης εργασιακών δικαιωμάτων. Στη συγκεκριμένη σύμβαση, μιλάμε για μειώσεις στους μισθούς μεγαλύτερες από 20% σε σύγκριση με προηγούμενες συλλογικές συμβάσεις, καθώς και κατάργηση του ανθυγιεινού επιδόματος.
Στη διαιτητική διαφορά εκ μέρους της εργοδοσίας εμπλέκονταν ο ΣΕΒ, η ΓΣΕΒΕΕ, η Ενωση Βιομηχανιών - Βιοτεχνιών Ζαχαρωδών Ελλάδος (ΕΒΒΖΕ) και η Ομοσπονδία Επαγγελματοβιοτεχνών Ζαχαροπλαστών Ελλάδος (ΟΕΖΕ). Το πρακτικό της απόφασης του ΟΜΕΔ, στο οποίο περιγράφονται οι θέσεις του ΣΕΒ και των άλλων εργοδοτικών οργανώσεων, είναι εξόχως αποκαλυπτικό.
Συγκεκριμένα, στο υπόμνημα ΣΕΒ - ΕΒΒΖΕ σημειώνεται μεταξύ άλλων: «Οι επιχειρήσεις παραγωγής ζαχαρωδών προϊόντων, μέλη του ΣΕΒ και της ΕΒΒΖΕ, έχουν προχωρήσει σε μειώσεις μισθών/ημερομισθίων στους ήδη εργαζόμενους στον κλάδο, ενώ οι προσλήψεις εργαζομένων στο διάστημα αυτό πραγματοποιούνται βάσει του νόμιμου νομοθετημένου κατώτατου μισθού/ημερομισθίου (σ.σ. 586 και 511 ευρώ μεικτά). Κατ' επέκταση δεδομένου ότι μια συλλογική ρύθμιση ορίζει τα κατώτατα όρια αμοιβών σε έναν κλάδο, είναι ανάγκη να προσδιοριστούν αυτά τα κατώτατα όρια ρεαλιστικά και σε συσχέτιση με τις σημερινές καταβαλλόμενες αποδοχές που ισχύουν στις επιχειρήσεις (μέλη του ΣΕΒ και της ΕΒΒΖΕ) που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής».
Από τα παραπάνω, γίνεται καθαρό ότι οι εργοδότες δεν απαιτούν μόνο τη μείωση των μισθών στη συγκεκριμένη κλαδική σύμβαση, αλλά να αλλάξει το ίδιο το περιεχόμενο της κλαδικής σύμβασης, η οποία, όπως λένε, πρέπει να ορίζει «τα κατώτατα όρια σε έναν κλάδο» και όχι το σύνολο των αποδοχών.
Προβάλλουν, επίσης, την αξίωση ακόμα και αυτά τα κατώτερα όρια μιας κλαδικής σύμβασης να ορίζονται σε συσχέτιση με τα κατώτερα όρια της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, δηλαδή να συγκλίνουν με τα κατώτερα όρια που έχουν θεσμοθετηθεί με την ΠΥΣ του 2012 για τον ανειδίκευτο εργάτη και υπάλληλο. Ετσι εννοούν οι εργοδότες το «ρεαλιστικά». Φέρνουν μάλιστα ως πρόσθετο επιχείρημα ότι αυτό πρέπει να γίνει καθώς οι νέες προσλήψεις στον κλάδο έτσι και αλλιώς γίνονται με τον κατώτερο μισθό και το κατώτερο μεροκάματο. Επί της ουσίας, διατυπώνεται η αξίωση ο εισαγωγικός κλαδικός μισθός να μη διαφέρει από τον κατώτερο μισθό της ΕΓΣΣΕ.
Σκέτος μισθός - τέρμα τα επιδόματα
Σχετικά με το αίτημα για επαναφορά των επιδομάτων, ο ΣΕΒ και η ΕΒΒΖΕ επισημαίνουν στο υπόμνημα ότι ρυθμίσεις «που περιείχαν επιδόματα πολυετούς υπηρεσίας (10 τριετίες), επίδομα γάμου, επίδομα τουριστικής εκπαίδευσης και επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, θεωρούμε ότι αυξάνουν ιδιαίτερα το μισθολογικό κόστοςστις επιχειρήσεις μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που θα καλύψει μια συλλογική ρύθμιση έναντι των επιχειρήσεων που δεν είναι μέλη τους, εφόσον δεν ισχύει η επέκταση της ισχύος των ΣΣΕ με Υπουργική Απόφαση. Γι' αυτό το λόγο, θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπόκειται στην ευχέρεια της επιχείρησης που έχει την οικονομική δυνατότητα ή άλλα κίνητρα, αν κρίνει και μπορεί να καταβάλλει στους εργαζόμενους, ανάλογα με τη θέση και το είδος της εργασίας που παρέχουν. Αντίθετα, στο επίπεδο των κατώτατων αμοιβών τέτοια κίνητρα δεν μπορούν και δεν πρέπει να υπάρχουν».
Δηλαδή, ο ΣΕΒ και οι άλλες εργοδοτικές οργανώσεις θέτουν ευθέως ζήτημα κατάργησης όλων των επιδομάτων. Επιδιώκουν την κατάργηση των επιδομάτων της προϋπηρεσίας, του γάμου, της ανθυγιεινής εργασίας, των σπουδών και όποιου άλλου επιδόματος προβλέπεται σε σύμβαση. Ζητούν κλαδικές συμβάσεις απογυμνωμένες από κάθε επίδομα.
Γι' αυτούς δεν έχουν καμία σημασία ούτε η προϋπηρεσία ούτε οι συνθήκες εργασίας ούτε η εκπαίδευση ούτε βέβαια τα επιπρόσθετα βάρη που έχει ο εργαζόμενος όταν κάνει οικογένεια. Οποιοδήποτε ποσό πάνω από τα κατώτερα όρια της κλαδικής, επαφίεται στη ...μεγαθυμία του εργοδότη «αν κρίνει και μπορεί», όπως προκλητικά διατυπώνεται στο υπόμνημα του ΣΕΒ.
Ομως, δεν είναι μικρότερης σημασίας η θέση που διατυπώνει ο ΣΕΒ στην τελευταία φράση του πιο πάνω αποσπάσματος, όπου σαφώς δηλώνει ότι στα κατώτατα όρια δεν πρέπει να υπάρχει κανένα επίδομα. Η θέση αυτή, με δεδομένο ότι και η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση καθορίζει τους κατώτερους μισθούς και τα κατώτερα μεροκάματα, υποδηλώνει σαφώς ότι ο ΣΕΒ ανοίγει την πόρτα για την κατάργηση κάθε επιδόματος και στην περίπτωση της ΕΓΣΣΕ. Η απαίτηση είναι προκλητική και αποκαλύπτει την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, που μέχρι τώρα διαβεβαιώνει ότι οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν θέτουν ζήτημα για τριετίες στην περίπτωση της ΕΓΣΣΕ.
Διαπραγμάτευση από το απόλυτο μηδέν
Κατά καιρούς, σε δημόσιες παρεμβάσεις τους, οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών ενώσεων εμφανίζονται να ζητούν την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, γεγονός που δεν χάνει ευκαιρία να επικαλείται και το υπουργείο Εργασίας, για να διαφημίσει τον «θετικό» τους ρόλο. Αυτό όμως που δεν λένε οι εργοδότες και αποκρύπτει επιμελώς το υπουργείο, είναι σε ποια βάση εννοούν αυτήν την επαναφορά.
Από τα σχετικά υπομνήματα του ΣΕΒ και των άλλων εργοδοτικών ενώσεων, φαίνεται καθαρά ότι βάση για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα, θεωρούν το σημείο «μηδέν». Δηλαδή, ως προϋπόθεση για την αναβίωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι εργοδότες θέτουν το σβήσιμο όλων των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στις προηγούμενες συμβάσεις.
Γράφεται χαρακτηριστικά στο πρακτικό του ΟΜΕΔ πως ο ΣΕΒ «επαναλαμβάνει τη θέση ότι η προτεινόμενη συλλογική ρύθμιση αποτελεί πρώτη συλλογική ρύθμιση, εφόσον οι προϊσχύσασες συλλογικές ρυθμίσεις και η μετενέργεια αυτών έχουν λήξει...». Κατά συνέπεια, την όποια επαναφορά των διαπραγματεύσεων, οι εργοδότες την θέλουν να γίνεται σε «λευκό χαρτί».
Δεν αναγνωρίζουν τίποτα από τις προηγούμενες συλλογικές συμβάσεις και αυτό αφορά και τους μη μισθολογικούς όρους, καθώς, όπως γράφεται στο υπόμνημα, «...οι μη μισθολογικοί όροι των συλλογικών ρυθμίσεων που έληξαν δεν πρέπει να τίθενται εκ νέου ως όροι της προτεινόμενης συλλογικής ρύθμισης και ως παράδειγμα αναγράφεται η χορήγηση ημερών αδείας με αποδοχές πέραν των οριζόμενων κατά περίπτωση από το νόμο».
Με μια κουβέντα, το κεφάλαιο εμφανίζεται να ζητάει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στο βαθμό που μ' αυτές θα κατοχυρώνονται στην πράξη όλες οι προηγούμενες ανατροπές σε βάρος της εργατικής τάξης, σβήνοντας από το χάρτη όλες τις συμβάσεις και όποιες κατακτήσεις είχε στο διάβα των προηγούμενων δεκαετιών. Και αυτό αφορά όχι μόνο τα μισθολογικά, αλλά και τους μη μισθολογικούς όρους.

Από αυτήν τη σκοπιά, δεν είναι καθόλου τυχαία η στάση της κυβέρνησης, η οποία, στον προθάλαμο των διαπραγματεύσεων για τις επόμενες ανατροπές στα Εργασιακά, μεταμορφώνει τους λύκους σε αμνούς, για να κρύψει από τους εργάτες τον πραγματικό αντίπαλο, υποβαθμίζει και αποκρύπτει τις προκλητικές τους απαιτήσεις και από κοινού με τους εργοδότες σκάβουν το λάκκο στους εργαζόμενους.

Η Βρετανία είναι μια ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα, με την οικονομία να «τρέχει» σήμερα με ρυθμό ανάπτυξης 2,1%, πληθωρισμό 1,4% και ποσοστό ανεργίας 5%. Οι δείκτες μπορεί να ...ευημερούν, όμως κρύβουν την πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, πραγματικότητα που βρήκε έκφραση και στο δημοψήφισμα.
Πρώτα απ' όλα, «εργαζόμενος» στη Βρετανία (όπως και σε πολλές άλλες καπιταλιστικές χώρες) θεωρείται κάποιος με έστω και 1 ώρα δουλειάς το μήνα. Συνεπώς, οι πραγματικοί άνεργοι είναι σαφώς περισσότεροι από το 5% του ενεργού εργατικού δυναμικού.
Απ' την άλλη, τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί σημαντικές περικοπές στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, το σύστημα Υγείας έχει χειροτερεύσει, με κακοπληρωμένους γιατρούς και εξαντλημένους νοσηλευτές. Τα λαϊκά στρώματα δίνουν μάχη για μία θέση στα δημοτικά σχολεία της συνοικίας τους, καθώς στις περισσότερες σχολικές αίθουσες επικρατεί το αδιαχώρητο. Σφίγγουν το ζωνάρι για να πληρώσουν πανάκριβους παιδικούς σταθμούς, τεράστια ενοίκια, υψηλά κόμιστρα στις δημόσιες συγκοινωνίες. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, ιδιαίτερα σε πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα, βρίσκουν ελάχιστες ευκαιρίες χειρωνακτικής εργασίας με αξιοπρεπείς αποδοχές. Οι μετανάστες είναι σε ακόμη χειρότερη θέση.
Οι δυσκολίες αυτές έκαναν μεγάλα τμήματα από τα ασθενέστερα τμήματα των εργαζομένων της βαθιά ταξικής κοινωνίας στο Ηνωμένο Βασίλειο να εκφράσουν, με την ψήφο τους, την έντονη δυσαρέσκειά τους στο δημοψήφισμα της 23ης Ιούνη... Δυσαρέσκεια για μισή ζωή, λειψά δικαιώματα, σε μία χώρα αληθινό παράδεισο μόνο για τους καπιταλιστές, τα ανώτερα μεσαία στρώματα.
Επιδείνωση της ζωής του λαϊκού κόσμου
Σταχυολογούμε μερικά, μόνο, από την πληθώρα των δεδομένων που μαρτυρούν την επιδείνωση της ζωής για ένα σημαντικό μέρος του λαού:
  • Σήμερα, στη Βρετανία πάνω από 3.900.000 παιδιά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Από αυτά, το 66% έχει τουλάχιστον έναν γονιό που εργάζεται. Τα μεγαλύτερα ποσοστά παιδικής φτώχειας διαπιστώνονται στο Λονδίνο.
  • Την περίοδο 2011 - 2013 κόπηκαν από το βρετανικό ΕΣΥ 10,8 δισ. λίρες στερλίνες μέσω αλλαγής του τρόπου χρηματοδότησής τους και κάπου 890.000.000 λίρες στερλίνες από τον περιορισμό της συνταγογράφησης φαρμάκων. Από την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας κόπηκαν άλλα 449.000.000 λίρες στερλίνες. Την ίδια ώρα, θησαυρίζουν τα μονοπώλια («Virgin Care», «Care UK», «Circle», «InHealth», «Lloyds Pharmacy»), που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Υγείας. Μόνο το 2014 το βρετανικό ΕΣΥ είχε συνάψει 53.000 συμβόλαια με ιδιώτες προμηθευτές, αξίας 22,6 δισ. λιρών, που αντιστοιχούν στο 24% του συνολικού προϋπολογισμού του.
  • Το 2013, ξεπέρασε το 1.000.000 ο αριθμός των ατόμων άνω των 65 ετών, που αναγκάστηκαν να δουλέψουν γιατί δεν τους έφθανε η σύνταξη.
Δεν είναι μόνο αυτά! Οι κυβερνήσεις Συντηρητικών και Εργατικών έχουν πετσοκόψει τα εργασιακά δικαιώματα μία δεκαετία πριν από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης του 2008, κάνοντας τις εργασιακές σχέσεις ...λάστιχο. Επινόησαν έτσι τα λεγόμενα συμβόλαια μηδενικών ωρών εργασίας (1998, επί πρωθυπουργίας του Τ. Μπλερ, των Εργατικών). Είναι συμβόλαια που υποχρεώνουν τον εργαζόμενο να είναι διαθέσιμος οποτεδήποτε και για όσο θελήσει ο εργοδότης, δίχως ο τελευταίος να του εγγυάται ούτε καν το ελάχιστο βδομαδιάτικο των περίπου 480 στερλινών. Σήμερα, κάποια συνδικάτα εκτιμούν ότι ο αριθμός των «εργαζομένων» με τα συμβόλαια μηδενικών ωρών (zero hour contracts) μπορεί να φθάνουν και τους5.500.000! Γενικά, σημαντικό μέρος των ασθενέστερων λαϊκών στρωμάτων δεινοπαθεί:
  • Τα χρέη των βρετανικών νοικοκυριών ξεπερνούν τα 1,43 τρισεκατομμύρια στερλίνες, καταγράφοντας ρεκόρ όλων των εποχών, αφού μόνο μέσα στην τελευταία πενταετία το κόστος ζωής αυξήθηκε κατά 25%, κυρίως λόγω δραματικής αύξησης στους λογαριασμούς Ενέργειας.
  • Στο Ηνωμένο Βασίλειο λειτουργούν περίπου 950 Τράπεζες Τροφίμων, από τις οποίες εξαρτάται η καθημερινή σίτιση τουλάχιστον 1.100.000 Βρετανών.
  • Το 2009 διαπιστώθηκε ότι τα βρετανικά νοικοκυριά που ήταν αναγκασμένα να ζουν στο σκοτάδι και στο κρύο λόγω φτώχειας ξεπερνούσαν τα 4.000.000.
  • Το χειμώνα του 2014 ο βρετανικός Ερυθρός Σταυρός, για πρώτη φορά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο,έκανε εκστρατεία για διανομή τροφίμων!
  • Εως το 2018 προβλέπονταν νέες περικοπές δισεκατομμυρίων στερλινών σε κοινωνικές δαπάνες και υπηρεσίες και επιβολή νέου φόρου σε αναψυκτικά...
  • Ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών, Τζορτζ Οσμπορν, με «επιχείρημα» τη μεσοπρόθεσμη «εξισορρόπηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων», επιμένει στη «δημοσιονομική πειθαρχία» ενώ απειλεί με νέα μέτρα 30 δισ. στερλινών από περικοπές σε δημόσιες δαπάνες και αυξήσεις φόρων. Μόλις προχτές απέρριψε ως ανέφικτα τα δημοσιονομικά πλεονάσματα στο τέλος της επόμενης τετραετίας.
  • Αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των εργαζόμενων φτωχών λόγω ακριβών ενοικίων, χαμηλής παραγωγικότητας και μείωσης των ευκαιριών πλήρους απασχόλησης («Εconomist», 25/6/16). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το κατώτατο ωρομίσθιο για νέους άνω των 25 ετών είναι 7,20 στερλίνες (10,60 δολάρια) και το βδομαδιάτικο δεν ξεπερνά τις 252 στερλίνες για 35ωρη απασχόληση. Προ ημερών το περιοδικό «Economist» διαπίστωνε πως σήμερα δουλεύουν περισσότεροι Βρετανοί από κάθε άλλη εποχή, όμως, αμείβονται λιγότερο.

Αυτή είναι σήμερα η πραγματική Βρετανία της ανάπτυξης του 2% και της επίσημης ανεργίας του 5%. Ανάπτυξη υπάρχει μόνο για τους ξένους και ντόπιους αστούς. Τα λαϊκά στρώματα παραμένουν εγκλωβισμένα στη λιτότητα, δίχως καν μνημόνια και με ...εθνικό νόμισμα.

Το γεγονός που κυριάρχησε τη βδομάδα που πέρασε, ήταν αντικειμενικά το Brexit, το αποτέλεσμα δηλαδή του δημοψηφίσματος για έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Σελίδες επί σελίδων και δεκάδες τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές αναλύουν τις επιπτώσεις των επιλογών των Βρετανών στην πορεία της ΕΕ, στις διεθνείς εξελίξεις, αλλά και στην ίδια τη συνοχή της Βρετανίας. Σε κάθε περίπτωση, το Brexit οδηγεί σε ορισμένα συμπεράσματα που θα πρέπει η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα να έχουν σταθερά στο νου τους.
Πρώτον, ότι οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και ενώσεις ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη δεν είναι αιώνιες, αμετάβλητες, σε αντίθεση με ό,τι προσπαθούσε να κατοχυρώσει η αστική προπαγάνδα τις περιόδους της «δόξας» της ΕΕ. Οι προσπάθειες για συμφωνίες και συμβιβασμούς δεν μπορούν να σταματήσουν την αντικειμενική τάση όξυνσης των αντιθέσεων.
Αυτό ακριβώς εκδηλώνεται με τη στάση της βρετανικής αστικής τάξης απέναντι στην ΕΕ και την εμβάθυνσή της, αλλά και με τις αναταράξεις συνολικά στο εσωτερικό της ΕΕ, στο έδαφος της συζήτησης για τις προοπτικές της πολιτικής και οικονομικής εμβάθυνσης. Το τι θα συμβεί με το Brexit και μετά το Brexit, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Είναι σίγουρο όμως ότι οποιοσδήποτε συμβιβασμός προκύψει στο άμεσο μέλλον, δεν μπορεί παρά να είναι εύθραυστος.
Δεύτερον, ότι αν η εργατική - λαϊκή δυσαρέσκεια συνεχίσει να εγκλωβίζεται μέσα στις ενδοαστικές και ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, δεν μπορεί να οδηγήσει σε επιλογές υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Η καπιταλιστική Βρετανία της στερλίνας, εντός ή εκτός ΕΕ, δεν θα αλλάξει τον αντιλαϊκό της χαρακτήρα, δεν θα σταματήσει η επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.
Πάλη με σημαία τα λαϊκά συμφέροντα
Είναι, λοιπόν, σημαντικό σε συνθήκες όξυνσης των αντιθέσεων ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης και ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, κάτω από τις δικές τους σημαίες πάλης, σε σύγκρουση με το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, την αστική εξουσία, να τις αξιοποιήσουν, να οξύνουν τις ρωγμές που προκαλούν οι αντιθέσεις και τις δυσκολίες των αστών να τις αντιμετωπίσουν, συμβάλλοντας στο άνοιγμα του δρόμου για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Αντικειμενικά, ο νους δεν μπορεί παρά να πηγαίνει αυτές τις μέρες και στο δημοψήφισμα με το οποίο πριν από 1 χρόνο η κυβέρνηση και γενικότερα η αστική τάξη πέτυχαν να εγκλωβίσουν τη δυσαρέσκεια εργατικών - λαϊκών στρωμάτων, να την αξιοποιήσουν στην προοπτική στήριξης της ανάκαμψης του κεφαλαίου, με τη συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, όπως αποδείχθηκε με την ψήφιση και εφαρμογή του 3ου μνημονίου.
Σήμερα, το κεφάλαιο, η κυβέρνηση, τα αστικά κόμματα, η ΕΕ αξιοποιούν το Brexit με σκοπό να επιταχύνουν τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Είναι χαρακτηριστικές οι αποφάσεις και οι κατευθύνσεις της τελευταίας Συνόδου Κορυφής, που έγινε στον απόηχο του βρετανικού δημοψηφίσματος. Από την επομένη κιόλας του αποτελέσματος, ο ελληνικός και οι άλλοι λαοί στα κράτη - μέλη της ΕΕ βρίσκονται αντιμέτωποι με εκβιασμούς και πιέσεις για να αποδεχτούν μέτρα στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο, με το επιχείρημα ότι η ΕΕ δεν αντέχει άλλες αναταράξεις μετά το Brexit και ότι η συνοχή της περνάει μέσα από την «κοινωνική συνοχή» και συναίνεση.
Καθόλου τυχαία, αμέσως μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, κλιμακώθηκαν οι παρεμβάσεις και στην Ελλάδα, που υποδείκνυαν στο λαό ότι η δεύτερη «αξιολόγηση» δεν πρέπει να τραβήξει σε μάκρος και ότι τα μέτρα που είναι προγραμματισμένα για τον Οκτώβρη, όπως τα Εργασιακά και οι νέες «απελευθερώσεις» τομέων της οικονομίας, μπορούν και πρέπει να τελειώνουν πολύ πιο γρήγορα, ακόμα και μέσα στον Αύγουστο, προκειμένου να λείψει από την ΕΕ ο κίνδυνος και μπει ξανά σε περιπέτειες από μια ενδεχόμενη «εμπλοκή» στο ελληνικό ζήτημα.
Μονά - ζυγά, όλα για το κεφάλαιο
Η πίεση αυτή πάει «πακέτο» με την «ανάλυση» που κάνει η κυβέρνηση ότι η επιβίωση της ΕΕ και η αντιμετώπιση του λεγόμενου «ευρωσκεπτικισμού» προϋποθέτουν την ενδυνάμωση των «κοινωνικών» χαρακτηριστικών της πολιτικής που ασκείται από τα κράτη - μέλη. Παραπλανούν συνειδητά το λαό και αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν το αντιδραστικό οικοδόμημα των μονοπωλίων. Καθρέφτης των «κοινωνικών χαρακτηριστικών», που λένε, είναι η μεταρρύθμιση που έκανε η κυβέρνηση στο Ασφαλιστικό, αφήνοντας με το «καλημέρα» 140.000 χαμηλοσυνταξιούχους χωρίς το ΕΚΑΣ. Είναι, επίσης, οι ανατροπές που ετοιμάζουν στα Εργασιακά, τις οποίες περιγράφει με σαφήνεια το 3ο μνημόνιο.
Είναι, όμως, και οι άλλες εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο, από τις οποίες ξεχωρίζουμε την αντιλαϊκή - αντεργατική επίθεση που ξεδιπλώνει η εργοδοσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι πρόσφατες διαιτητικές αποφάσεις, με τις οποίες ο ΟΜΕΔ επιβάλλει συμβάσεις με δραματικές μειώσεις μισθών και κατάπτυστους όρους, ανοίγοντας το δρόμο για συνολικές ανατροπές, όχι μόνο στις κλαδικές συμβάσεις, αλλά και στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Το παράδειγμα με την κλαδική σύμβαση των Ζαχαρωδών, που παρουσιάζει σήμερα ο «Ριζοσπάστης» (σελ. 12) είναι αποκαλυπτικό, αλλά δεν είναι το μόνο.
Η εργοδοσία κάνει κυριολεκτικά «το κομμάτι της» στους χώρους δουλειάς, λειτουργώντας «νόμιμα» στο πλαίσιο της αντεργατικής νομοθεσίας με την οποία τη φιλοδώρησαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις και η σημερινή. Για παράδειγμα, ο όμιλος «Μαρινόπουλος» εδώ και μήνες απολύει εργαζόμενους, κλείνει καταστήματα, μειώνει μισθούς, με την κυβέρνηση να δηλώνει ότι «παρακολουθεί στενά» τις εξελίξεις στο λιανικό εμπόριο. Τώρα, με την ένταξη της εταιρείας σε καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές, ανοίγει ο δρόμος για να εφαρμόσει το «σχέδιο αναδιοργάνωσης» και να διαπραγματευθεί νέες συνεργασίες και συγχωνεύσεις με άλλες εταιρείες του κλάδου.
Ομως, η πορεία αυτή της «εξυγίανσης», ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της, προϋποθέτει την ισοπέδωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στον όμιλο. Γι' αυτό η δικαστική απόφαση, τους δίνει μεν το δικαίωμα να προσφύγουν σε βάρος της εταιρείας αν δεν καταβάλει μισθούς («ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι...»), αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεώνει την εταιρεία να καταβάλλει κανονικά τη μισθοδοσία και να μην κάνει απολύσεις, ούτε καν το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης για την υπαγωγή της στο άρθρο 99. Επομένως, «μονά - ζυγά δικά της» για την εταιρεία, που είχε στο πλευρό της το κράτος όταν μεσουρανούσε στον κλάδο και το ίδιο συμβαίνει και τώρα, που ο ανταγωνισμός με τα άλλα μονοπώλια την έριξε στα βράχια.
Μοιράζονται κοινές αγωνίες
Πάνω σ' αυτό το έδαφος, που φανερώνει ταυτόχρονα τα όρια του συστήματος της ταξικής εκμετάλλευσης, οξύνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα αστικά κόμματα για το ποιος καλύτερα μπορεί να υπηρετήσει την πολιτική στήριξης της ανάκαμψης του κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαία η κόντρα γύρω από την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, όπου η ΝΔ κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι δεν θέλει και δεν μπορεί να κάνει ιδιωτικοποιήσεις, που είναι όρος αναγκαίος για να έρθει η ανάπτυξη! Από την άλλη, η κυβέρνηση απαντάει σε αντιπολίτευση και κεφάλαιο ότι διαθέτει σχέδιο και ότι αυτή είναι η μόνη ικανή να βγάλει τη βρώμικη δουλειά για τα μονοπώλια, ενσωματώνοντας παράλληλα τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Γι' αυτό είναι ο καβγάς τους και όχι βέβαια για τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα που τσακίζουν «ομού και αδιαιρέτως».
Η έγνοια τους για την «πολιτική σταθερότητα» υποτάσσεται στο στόχο της απρόσκοπτης υλοποίησης της στρατηγικής που υπηρετεί το κεφάλαιο. Γι' αυτό, παρά τις διαφωνίες τους σε επιμέρους πλευρές του εκλογικού νόμου, θέμα που ήρθε στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, μοιράζονται την ίδια αγωνία για ένα εκλογικό σύστημα που θα υπηρετεί αποτελεσματικά την κυβερνητική εναλλαγή και την πολιτική σταθερότητα. Αυτή είναι η ουσιαστική πλευρά της συζήτησης που προκαλεί η κυβέρνηση, πέρα βέβαια από την προσπάθειά της να αποπροσανατολίσει από τα φλέγοντα και οξυμένα προβλήματα της εργατικής - λαϊκής οικογένειας, όπως αυτό της Υγείας, που ανέδειξε το ΚΚΕ στη συζήτηση σχετικής Επίκαιρης Επερώτησης την Παρασκευή στη Βουλή.
Ο δρόμος της σύγκρουσης αξίζει κάθε θυσία
Σήμερα, Κυριακή, ολοκληρώνεται στο Πισοδέρι της Φλώρινας το 25ο Αντιιμπεριαλιστικό Διήμερο της ΚΝΕ, αφιερωμένο στους χιλιάδες ηρωικούς μαχητές του ΔΣΕ, που μπροστά στο δίλημμα υποταγή ή σύγκρουση, επέλεξαν τη σύγκρουση. Το πραγματικό αυτό δίλημμα διαπερνά όλες τις εποχές, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνει κάθε φορά και τα καθήκοντα που βάζει η επιλογή της σύγκρουσης.
Σήμερα, το δίλημμα που ανοίγεται μπροστά στο λαό είναι αν θα υποταχθεί στη βαρβαρότητα αυτού του σάπιου συστήματος, αν θα συμβιβαστεί με τις απώλειες που είχε τα περασμένα χρόνια και τις νέες που έρχονται. Αν θα δεχτεί να ζήσουν οι επόμενες γενιές σαν δούλοι, για να αυγαταίνουν τα κέρδη των μονοπωλίων, οι ανταγωνισμοί των οποίων οξύνονται, βάζοντας στην ημερήσια διάταξη ακόμα και το ενδεχόμενο ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου.

'Η θα διαλέξει την οργάνωση και τη σύγκρουση με την πολιτική που τον εξαθλιώνει, την εξουσία των μονοπωλίων, την ιδιοκτησία τους στα μέσα παραγωγής. Αν θα παλέψει για την ανάκτηση των απωλειών και την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του, βάζοντας πλάτη για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, το δυνάμωμα της λαϊκής συμμαχίας, την ισχυροποίηση του ΚΚΕ. Στην επιλογή της σύγκρουσης, αξίζει ο λαός να καταθέσει κάθε θυσία.

Στην κοινή τους δήλωση οι 27 ηγέτες των κρατών - μελών της ΕΕ, χωρίς τη Βρετανία, είπαν ανάμεσα σε άλλα ότι «από σήμερα ξεκινάμε έναν πολιτικό προβληματισμό σχετικά με το μέλλον που θα δώσει μια ώθηση στην ΕΕ των 27 κρατών - μελών. Αυτό απαιτεί την ηγεσία των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων. Θα επανέλθουμε στο θέμα αυτό κατά την άτυπη σύνοδο το Σεπτέμβριο στην Μπρατισλάβα».
Είναι ψέμα ότι αναζητούν τώρα, μετά το Brexit, λύσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα. Αυτή η αναζήτηση προηγήθηκε του Brexit. Στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 25 - 26/6/2015, συζητήθηκε το μέλλον της Ευρωζώνης και η θωράκισή της από οικονομικές κρίσεις, με βάση «κείμενο των πέντε προέδρων», όπως ονομάστηκε, δηλαδή των Ντ. Τουσκ, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ζ. - Κλ. Γιούνκερ, της Κομισιόν, Μ. Σουλτς, του Ευρωκοινοβουλίου, Γ. Ντάισελμπλουμ, του Γιούρογκρουπ και Μ. Ντράγκι, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που είχε τίτλο «Ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης». Στόχος, η μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσιών στην ΕΕ για τον καλύτερο συντονισμό της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Προβλέπονταν η εμβάθυνση της τραπεζικής ένωσης, η δημιουργία χρηματοοικονομικής ένωσης, ένας υπουργός Οικονομικών της Ευρωζώνης, με υπουργείο με δικό του προϋπολογισμό, με τον πρόεδρο του Γιούρογκρουπ υπουργό και το Γιούρογκρουπ υπουργείο Οικονομικών.
Υπήρξε ένα αναπάντητο ερώτημα: Θα προχωρήσουν σε τροποποίηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών, ώστε από τη νομισματική ένωση να προκύψει και μια πολιτική ένωση; Εδώ υπήρξαν διαφωνίες από τους πέντε προέδρους. Διαφωνίες που αντανακλούσαν ανταγωνισμούς ισχυρών κρατών - μελών των ΕΕ - Ευρωζώνης.
Γαλλογερμανικές αντιθέσεις
Είναι καιρός τώρα, που, με αφορμή την καπιταλιστική οικονομική κρίση και το γεγονός ότι η Ευρωζώνη αποτελείται από 19 κράτη με κοινό νόμισμα και τις δυσκολίες στη διαχείριση της κρίσης λόγω ανταγωνισμών και ανισομετρίας, έμπαιναν διάφορα ερωτήματα για το πώς η Ευρωζώνη μπορεί να θωρακιστεί. Υπήρξαν απόψεις περί εμβάθυνσης της Οικονομικής Ενωσης και ανάγκης ενιαίας διακυβέρνησης της Ευρωζώνης.
Η Γαλλία έχει προτείνει από τον Ιούνη του 2015 επανίδρυση της Ευρώπης, άρα αλλαγή των Συνθηκών, δημιουργία μιας οικονομικής κυβέρνησης στην Ευρωζώνη, στην οποία θα ηγείται ένας επίτροπος με ευρείες εξουσίες, που θα προσφέρει πόρους για επενδύσεις, θα πρέπει να διαθέτει σημαντικά περισσότερα οικονομικά μέσα απ' ό,τι μέχρι τώρα ώστε να προστατευθούν τα κράτη - μέλη από τις οικονομικές αναταράξεις, εξίσωση των δημοσιονομικών των χωρών - μελών, με βοήθεια από τις ισχυρές.
Αντίθετη σ' αυτά είναι η γερμανική κυβέρνηση, που επιμένει ότι κάθε κράτος - μέλος πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της οικονομικής του πολιτικής, ότι χρειάζονται μέτρα ώστε όταν μια καπιταλιστική οικονομία βρεθεί σε κρίση να μην προσβάλλουν οι συνέπειές της άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, ότι πρέπει να τηρούνται οι δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας, να υπάρχει ένα ανεξάρτητο όργανο ελέγχου των προϋπολογισμών επειδή η Κομισιόν είναι πολιτικό όργανο, ενώ δε χρειάζεται αυξημένος προϋπολογισμός.
Η πρόταση της Γαλλίας υπηρετεί τις δικές της ανάγκες και των Ιταλίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ελλάδας, για χαλάρωση σε ελλείμματα και χρέη ώστε να δίνεται κρατικό χρήμα για επενδύσεις, ενώ τα χρέη θα τα πληρώνουν ουσιαστικά όλα τα κράτη της ΕΕ, πρότειναν μάλιστα και ευρωομόλογα ως προς αυτό. Η Γερμανία αντιδρά γιατί έχει πλεονάσματα, πολύ λιγότερα χρέη, και δε θέλει να αυξήσει τα χρήματα που δίνει στον ευρωενωσιακό προϋπολογισμό πληρώνοντας για χρέη και ανάπτυξη άλλων κρατών.
Εκφραση οξύτατων ανταγωνισμών για το ποιος πληρώνει την κρίση, ποιανού κράτους τα μονοπώλια θα έχουν λιγότερες ζημιές ή θα ισχυροποιηθούν.
Πολλές ταχύτητες
Βεβαίως, αυτά έχουν επαναληφθεί, ενώ ο Β. Σόιμπλε σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine», το Σεπτέμβρη του 2015, μίλησε για τη δημιουργία μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, λέγοντας ότι όλες οι χώρες «δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιτύχουν τα ίδια βήματα ενσωμάτωσης την ίδια στιγμή. Στόχος μας δεν ήταν ποτέ να διχάσουμε την Ευρώπη, αλλά επιθυμούσαμε μια Ευρώπη με μια σχετική ευελιξία».
Εξάλλου, και άλλοι μιλούν για πολλές ταχύτητες. Για παράδειγμα, ο Γάλλος Πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ, είχε πει σε συνέντευξή του, στη γερμανική εφημερίδα «Bild», ότι όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα για το δημοψήφισμα στη Βρετανία, πρέπει να ξεκινήσουν διαδικασίες για ένα πιο ευέλικτο μοντέλο ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπου αυτοί που θέλουν λιγότερη ΕΕ δεν θα μπορούν να κρατούν πίσω όσους θέλουν βαθύτερη συνεργασία.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, έχει πει: «Δεν είναι εύκολο να συμμερίζεται κανείς τις ίδιες ιδέες και τα ίδια επίσημα κείμενα με όλους τους άλλους συναδέλφους (...) Τελευταία, η Ενωση έδειξε τα όρια, τις αντιφάσεις και τα προβλήματά της (...) Να χρησιμοποιηθεί η δυνατότητα της ενισχυμένης συνεργασίας, μεταξύ μιας ομάδας κρατών - μελών». Σε άρθρο στο «Euro2day» γράφτηκε: «Να προχωρήσει η ενοποίηση χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσουν όλα τα κράτη - μέλη».
Παλιά ζητήματα ως νέα
Αμέσως μετά τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που συζήτησε το Brexit, επανήλθε το θέμα: «Ποιο το μέλλον της ΕΕ;». Επανέρχονται βεβαίως οι προτάσεις για τη διακυβέρνηση. Στην ιστοσελίδα «Capital» στις 29/6/2016 αναδημοσιεύτηκε ρεπορτάζ από τη «Handelsblatt» με πηγή την «Deutsche Welle», όπου αναφερόταν: «Υπό τον τίτλο "Πρωτοβουλίες μετά το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο" οι συνεργάτες του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατήρτισαν έναν κατάλογο πιθανών μέτρων για τη μεταρρύθμιση της ένωσης των "27" και της Ευρωζώνης (...)
Σε Ιταλία και Γαλλία, εντείνονται οι φωνές εκείνων που ζητούν έναν προϋπολογισμό των χωρών της Ευρωζώνης, μια πρόταση που δεν φαίνεται να βρίσκει σύμφωνη τη Γερμανία (...) Τα σχέδια του Σόιμπλε είναι έτοιμα, ενδεχομένως και ως αντίβαρο στις απαιτήσεις της Ρώμης και του Παρισιού.
Ο Β. Σόιμπλε ζητά την αξιόπιστη τήρηση των κανόνων για το χρέος, δηλαδή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (...)
Δεδομένου ότι το τελευταίο διάστημα η Επιτροπή ενεργούσε περισσότερο πολιτικά, θα μπορούσε να αποδεσμευτεί από το ρόλο του "θεματοφύλακα των Συνθηκών". Αυτό θα σήμαινε ότι η επιτήρηση της δημοσιονομικής πολιτικής των χωρών - μελών θα πραγματοποιούνταν από μια ανεξάρτητη αρχή».
Επίσης, σε άρθρο της η εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα» (ιστοσελίδα «Capital», 26/6/2016), έγραψε ότι «στη συνάντηση του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι με τον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, οι δυο ηγέτες συμφώνησαν σε συγκεκριμένες κινήσεις, ώστε, μέσα στους επόμενους έξι μήνες "να σωθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση" (...) Η Ιταλία ετοιμάζεται να ζητήσει να μπορέσουν να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις κάθε χώρας για το 2016, αποδεσμεύοντάς τες από το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Η ίδια αποδέσμευση μελετάται και σε ό,τι αφορά τα κίνητρα του Δημοσίου προς τις επενδύσεις των ιδιωτών. Η Γαλλία στηρίζει την πρόταση αυτή, και θα επιθυμούσε ακόμη βαθύτερες αλλαγές, ώστε να μην αναγκασθεί να εγκρίνει έναν υπερβολικά αυστηρό κρατικό προϋπολογισμό για το 2017».
Λένε εδώ ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, που για να συντελεστεί απαιτεί και γενναία κρατική χρηματοδότηση για επενδύσεις, εμποδίζεται από την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας, δηλαδή την τήρηση των ορίων 3% στα ελλείμματα του προϋπολογισμού και 60% του ΑΕΠ στο κρατικό χρέος. Γαλλία και Ιταλία έχουν καθεμιά πάνω από 2 τρισ. ευρώ χρέη. Αν δώσουν κι άλλο κρατικό χρήμα για επενδύσεις δεν τηρούν τα χρονοδιαγράμματα για τη μείωση του χρέους ενώ αυξάνουν τα ελλείμματα. Γι' αυτό ζητούν την αποδέσμευση.
Ολα τα παραπάνω αποκαλύπτουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στο ζήτημα της οικονομικής διακυβέρνησης, που ουσιαστικά απαιτεί πολιτική ένωση. Αυτό το θέμα είναι ο πυρήνας της υπόθεσης «μέλλον των ΕΕ - Ευρωζώνης».
Θα ζορίσουν κι άλλο τους λαούς
Η αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών από το Brexit είναι ενταγμένη στις προσπάθειες εφαρμογής πολιτικής για δυναμική καπιταλιστική ανάκαμψη, αφού μέχρι τώρα είναι πολύ αδύναμη και μάλιστα μέσα σε συνθήκες επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, ακόμη και των ΗΠΑ, και με δεδομένη την ολοένα ενισχυόμενη αλληλεξάρτηση.
Η Βρετανία είναι η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο με όρους ΑΕΠ και η δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ. Είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στους G7. Ηταν η δεύτερη οικονομία παγκόσμια σε εισερχόμενες και εξερχόμενες Αμεσες Ξένες Επενδύσεις. Μέχρι σήμερα καλύπτει το 20% των εσόδων του προϋπολογισμού της ΕΕ. Το 45% των εξαγωγών της πάει στην ΕΕ, ενώ το 53% των εισαγωγών της καλύπτεται από την ΕΕ.
Αυτά τα βασικά οικονομικά στοιχεία αποτελούν χαρακτηριστική ένδειξη ότι η οικονομία των ΕΕ - Ευρωζώνης θα δεχτεί πλήγμα.
Για να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα παραπάνω, δίνουμε τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν για την ανάπτυξη (Μάης 2016) με εκτίμηση για χειροτέρευση σε σχέση με τις προηγούμενες (Φλεβάρης 2016):
Σε επίπεδο Ευρωζώνης αναμένεται ισχνός ρυθμός ανάκαμψης: 1,6% για το 2016 (από 1,7% στις προηγούμενες εκτιμήσεις) και 1,8% το 2017 (από 1,9%).
Στα 28 κράτη της ΕΕ αναμένονται ρυθμοί ανάκαμψης 1,8% (από 1,9%) το 2016 και 1,9% (από 2%) το 2017.
Τέλος, στην παγκόσμια οικονομία προβλέπεται αύξηση κατά 3,1% (από 3,3%) και 3,4% (από 3,5%), αντίστοιχα.
Θα υπάρξει λοιπόν συμβιβασμός στο ζήτημα της οικονομικής διακυβέρνησης; Θα γεφυρωθούν τα ρήγματα; Η αδύναμη ανάκαμψη και οι κίνδυνοι νέας κρίσης ωθούν περισσότερο σε ενίσχυση των ρηγμάτων, αποδυναμώνουν την τάση ενοποίησης και προκαλούν διαφορετικούς προβληματισμούς ως προς την πορεία των Ευρωζώνης - ΕΕ. Ως προς τα ρήγματα δεν είναι μόνο η Βρετανία που με το δημοψήφισμα αποφάσισε την έξοδο από την ΕΕ ή η διαίρεση Βορρά - Νότου, ή τα κράτη του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία), με επικεφαλής την Πολωνία, που διεκδικούν θέση ως ένας ακόμη πόλος. Υπάρχουν βαθιές αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου στο εσωτερικό των κρατών - μελών. Πρώτ' απ' όλα φαίνεται ανάγλυφα με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία. Αλλωστε, κάθε κράτος - μέλος, με τους συμμάχους του βεβαίως, ενδιαφέρεται πρωτίστως για τους δικούς του καπιταλιστές και την ενίσχυσή τους, γεγονός που οξύνει τους ανταγωνισμούς, ενώ παρεμβαίνουν και οι ΗΠΑ προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη όξυνση. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, μίλησε για ανάγκη να μην υπάρξει υστερία, γιατί υπάρχει το ΝΑΤΟ, ενώ για το Brexit είπε: «Πατήθηκε το κουμπί της παύσης, όσον αφορά το σχέδιο της πλήρους ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και ότι «ο τρόπος με τον οποίον ψήφισαν οι Βρετανοί εξηγείται από το γεγονός ότι πιθανότατα η ΕΕ προχωρούσε πιο γρήγορα από ό,τι έπρεπε», εκφράζοντας διαφωνία των αμερικανικών μονοπωλίων σχετικά με τον τρόπο που προωθείται από τη Γερμανία η πορεία ενοποίησης της ΕΕ.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η επιδίωξη ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, με τα ζόρια να μεγαλώνουν, που σημαίνει αμφίβολη ανάκαμψη και νέα ένταση της επίθεσης στους εργαζόμενους. Γι' αυτό χρειάζεται προετοιμασία αντεπίθεσης.

Οι ανταγωνισμοί στον καπιταλισμό δεν καταργούνται. Ποιο λοιπόν θα 'ναι το μέλλον της ΕΕ; Οποιο και αν είναι οι λαοί θα δέχονται ακατάπαυστα ολοένα και πιο σφοδρή επίθεση από τους καπιταλιστές. Γι' αυτό είναι μονόδρομος η διεκδίκηση ικανοποίησης όλων των αναγκών τους, η αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, την αποδέσμευση από την ΕΕ, την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων για να ανοίξει ο δρόμος για τη δική τους ευημερία.
Από το Blogger.