ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΑΧΑΡΗΣ Εργαζόμενοι, τευτλοπαραγωγοί και λαϊκές ανάγκες «θυσία» στα μονοπωλιακά συμφέροντα
Στις μυλόπετρες του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης
και των αδιεξόδων που αυτός φέρνει στο λαό συνθλίβονται οι εργαζόμενοι
της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ) και οι χιλιάδες
αγρότες τευτλοπαραγωγοί, καθώς όποια εξέλιξη και να προκύψει στις
διεργασίες που τρέχουν για το μέλλον της EBZ, μοναδικοί ωφελημένοι θα είναι οι
μονοπωλιακοί όμιλοι και το τραπεζικό κεφάλαιο.
Μετά τη δραστική
συρρίκνωση της παραγωγής και το κλείσιμο εργοστασίων τα προηγούμενα χρόνια, τα
οποία επιβλήθηκαν από τη στρατηγική των κυβερνήσεων και της ΕΕ με στόχο τη
συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κλάδου προς όφελος μεγάλων επιχειρηματικών
ομίλων, τις επόμενες μέρες - με τις «ευλογίες» της σημερινής κυβέρνησης -
αναμένεται να προχωρήσει και η διαδικασία πώλησης των δύο εργοστασίων
της ΕΒΖ στη Σερβία (η διαγωνιστική διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη).
Το ενδεχόμενο να μπει
οριστικά «λουκέτο» στην ΕΒΖ, παρουσιάζεται ως συνέπεια της πώλησης των δυο
αυτών μονάδων στη Σερβία, οι οποίες εμφανίζονται να συντηρούν με τα κέρδη τους
τη λειτουργία της επιχείρησης. Εναλλακτικά, συζητείται το ενδεχόμενο να
προκριθεί η διαδικασία πώλησης όλου του ομίλου σε ξένα funds, που πρόσφατα
εκδήλωσαν σχετικό ενδιαφέρον. Και σε αυτήν την περίπτωση, θα σηματοδοτηθούν
αρνητικές εξελίξεις για τους εργαζόμενους και τους τευτλοκαλλιεργητές, οι
οποίοι θα κληθούν να «υπηρετήσουν» την κερδοφορία του όποιου καπιταλιστή
επενδυτή.
Η πώληση των δύο
κερδοφόρων εργοστασίων της ΕΒΖ στη Σερβία (με κέρδη 25 εκατ. ευρώ την τελευταία
περίοδο και εκτίμηση για 30 εκατ. ευρώ την ερχόμενη) αποτελεί προϋπόθεση για τη
χρηματοδότησή της από την Τράπεζα Πειραιώς, στην οποία έχουν
περιέλθει τα χρέη της ΕΒΖ (υπολογίζονται σε 160 εκατ. ευρώ), μετά την εξαγορά
της Αγροτικής Τράπεζας (ΑΤΕ). Στην Τράπεζα Πειραιώς έχουν μεταβιβαστεί επίσης
όλα τα μη παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας (πρώην εργοστάσια
Λάρισας και Ξάνθης, ακίνητα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα), ενώ είναι επίσης
υποθηκευμένα και τα τρία εργοστάσια στην Ελλάδα (Πλατύ Ημαθίας, Σέρρες,
Ορεστιάδα).
Η Τράπεζα Πειραιώς
υπολόγιζε να εισπράξει από την πώληση των εργοστασίων στη Σερβία 25 εκατ. ευρώ
και άλλα τόσα από την πώληση των μη παραγωγικών ακινήτων στην Ελλάδα (ήδη έχουν
πουληθεί δύο ακίνητα στη Θεσσαλονίκη με υψηλότερο από το αρχικά εκτιμηθέν
τίμημα). Αλλα 60 εκατ. ευρώ από το χρέος της ΕΒΖ θα μετατρέπονταν σε 10ετές
ομολογιακό δάνειο, το οποίο με την εξόφλησή του υποτίθεται θα οδηγούσε στη
διαγραφή των 40 εκατ. ευρώ που υπολείπονταν.
Στο πλαίσιο της
διαγωνιστικής διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη, ο όμιλος «ΜΚ» του Σέρβου
επιχειρηματία Μ. Κόστιτς προσφέρει βελτιωμένη προσφορά 60 εκατ. ευρώ για τα δύο
ζαχαρουργεία στη Σερβία. Κύριος μέτοχος (51%) της σερβικής εταιρείας είναι η
αυστριακή «Agrana», της οποίας κύριος μέτοχος (51%) είναι η γερμανική
«Sudzucker».
Αυτό που έχει ωστόσο
σημασία να υπογραμμιστεί είναι ότι σε κάθε περίπτωση το σύνολο του
τιμήματος θα εισπραχθεί από την Τράπεζα Πειραιώς, που πιέζει για την πώληση,
στο πλαίσιο των προσπαθειών των τραπεζών να ξεφορτωθούν «κόκκινα»
επιχειρηματικά δάνεια. Τίποτα δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τις
ανάγκες των εργαζόμενων και των τευτλοπαραγωγών, ούτε πρόκειται βέβαια να
εκσυγχρονιστεί ο πεπαλαιωμένος μηχανολογικός εξοπλισμός.
Πορεία συρρίκνωσης από
τη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ
Στο πλαίσιο της
στρατηγικής της ΕΕ για τη συγκέντρωση της παραγωγής στα «χέρια» λίγων
μονοπωλιακών ομίλων μπήκε σε τροχιά συρρίκνωσης η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης,
μια βιομηχανία στρατηγικής σημασίας, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις διατροφικές
ανάγκες του λαού, αλλά και την ανάπτυξη της τευτλοκαλλιέργειας, συνολικά της
αγροτικής οικονομίας της χώρας.
Η ΕΒΖ παράγει ένα προϊόν
που καταναλώνεται άμεσα από κάθε σπίτι, χρησιμοποιείται στη μεταποίηση
(ζαχαροπλαστική, αναψυκτικά κ.α.), παράγει χρήσιμα παραπροϊόντα (μελάσα,
ζωοτροφές, οινόπνευμα, βιοκαύσιμο κ.ά.), εξασφαλίζει θέσεις εργασίας.
Μια ενδεικτική εικόνα
των παραγωγικών δυνατοτήτων που έχει η καλλιέργεια και μεταποίηση των
ζαχαρότευτλων στην Ελλάδα, δίνουν τα στοιχεία από τη δεκαετία του 1990, όταν η
ΕΒΖ συγκαταλεγόταν στις μεγαλύτερες βιομηχανίες ζάχαρης στην Ευρώπη, με πέντε
εργοστάσια, σε Λάρισα, Πλατύ Ημαθίας, Σέρρες, Ξάνθη και Ορεστιάδα, με
δυνατότητα παραγωγής 350.000 τόνων ζάχαρης το χρόνο. Επεξεργαζόταν τα προϊόντα
από 460.000 στρέμματα ζαχαρότευτλων και η παραγωγή κάλυπτε επαρκώς τις ανάγκες
της χώρας σε ζάχαρη, οι οποίες υπολογίζονταν τότε σε 320.000 τόνους το χρόνο
αλλά και σε διάφορα παραπροϊόντα. Παράλληλα, μπορούσε να κάνει και εξαγωγές.
Στα εργοστάσιά της
απασχολούνταν χιλιάδες εργαζόμενοι (περίπου 1.300 μόνιμοι και πολλαπλάσιοι
εποχιακοί), ενώ στον κλάδο δούλευαν πολλοί μικροεπαγγελματίες, μεταφορείς και
τευτλοεξαγωγείς (ιδιοκτήτες μηχανημάτων εξαγωγής των τεύτλων από το χώμα στα
χωράφια).
Από το 1997, η ΕΕ, στο
πλαίσιο της πολιτικής ενίσχυσης μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, άρχισε να
επιβάλλει πλαφόν και να προωθεί μέτρα, με στόχο τη μείωση της παραγωγής ζάχαρης
στη χώρα, επομένως και της τευτλοκαλλιέργειας. Μέχρι το 2005, η ποσόστωση που επέβαλλε
η ΕΕ για την Ελλάδα ήταν 318.000 τόνοι. Από το 2005 - 2006, με την αναθεώρηση
της ΚΑΠ, κυβερνήσεις και ΕΕ επέβαλαν τη δραστική μείωση της παραγωγής στο 50%,
δηλαδή στους 160.000 τόνους το χρόνο.
Το 2006 η ΕΒΖ έκλεισε τα
εργοστάσια σε Λάρισα και Ξάνθη, ενώ ακολούθησε πολιτική εξευτελιστικών τιμών
για τους αγρότες και επιδοτήσεων για την εγκατάλειψη της καλλιέργειας,
προκειμένου να βαθύνει η συγκέντρωση.
Σήμερα, απέμειναν τα
εργοστάσια σε Πλατύ Ημαθίας (δυναμικότητας 115.000 τόνων), Ορεστιάδα (δυναμικότητας
65 - 70.000 τόνων) και Σερρών (δυναμικότητας 55 - 60.000 τόνων). Συνολικά στην
ΕΒΖ απέμειναν 215 μόνιμοι εργαζόμενοι (85 στο Πλατύ Ημαθίας, 55 στις Σέρρες, 41
στην Ορεστιάδα, 10 στις αποθήκες και το συσκευαστήριο της Λάρισας και άλλοι 24
στην κεντρική διοίκηση), στους οποίους, με βάση την περσινή ΣΣΕ τριετούς
διάρκειας, έχουν επιβληθεί μειώσεις 15% κατά μέσο όρο. Επιπλέον, φέτος,
αναμένεται να προσληφθούν συνολικά 600 εποχιακοί εργαζόμενοι με συμβάσεις
διάρκειας από 1 έως και 7 μήνες και με μισθούς - ψίχουλα.
Παλιότερα περισσότεροι
από 20.000 αγρότες εξασφάλιζαν εισόδημα από την τευτλοκαλλιέργεια, η οποία
συρρικνώθηκε στα 64.000 στρέμματα φέτος, με τους τευτλοκαλλιεργητές να έχουν
επίσης μειωθεί δραματικά περίπου στους 3.000. Παρά το γεγονός ότι με τη
συνδεδεμένη επιδότηση που λαμβάνουν η τευτλοκαλλιέργεια έγινε και πάλι
«ελκυστική» προσωρινά, οι αγρότες δεν «επιστρέφουν», κυρίως λόγω των
καθυστερήσεων στην εξόφληση της παραγωγής τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το
Μάρτη του 2017 εξοφλήθηκαν για την παραγωγή που παρέδωσαν το 2016.
Σήμερα, ακόμα και από
αυτήν την ποσόστωση των 160.000 τόνων, παράγονται στην Ελλάδα μόνο 45.000
τόνοι. Οι υπόλοιποι που υπολείπονται, είτε παράγονται φασόν για λογαριασμό της
ΕΒΖ σε ευρωπαϊκά εργοστάσια είτε εισάγονται από τις θυγατρικές στη Σερβία ή από
άλλους διεθνείς μονοπωλιακούς ομίλους.
Δίνουν τη χαριστική βολή
για να ωφεληθούν τα μεγάλα μονοπώλια
Οι προηγούμενες
κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, δίνοντας ουσιαστικά τη χαριστική βολή στην
ΕΒΖ, με την ιδιωτικοποίηση της Αγροτικής Τράπεζας και το διαχωρισμό της σε
«καλή» και «κακή», πέρασαν την ΕΒΖ στην «κακή» ΑΤΕ, ενώ τα δάνειά της τα
ανέλαβε η Τράπεζα Πειραιώς, στην οποία παραδόθηκε η «καλή» ΑΤΕ. Από τη στιγμή
που η «κακή» ΑΤΕ τέθηκε σε διαδικασία εκκαθάρισης, η ΕΒΖ βρίσκεται στα χέρια
του εκκαθαριστή με σκοπό να εκποιηθεί.
Την ίδια ακριβώς
πολιτική ακολουθεί σήμερα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος
βέβαια ως αντιπολίτευση είχε σηκώσει «μπαϊράκι» για το θέμα της πώλησης της
ΑΤΕ, καταγγέλλοντάς την ως σκάνδαλο. Δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς η
κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού είναι στοχοπροσηλωμένη στην πολιτική της ΕΕ, που στο
πλαίσιο της ΚΑΠ οδήγησε σε συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, ξεκλήρισμα των
μικρομεσαίων αγροτών, κλείσιμο των εργοστασίων και απολύσεις εργαζομένων.
Τόσο η σημερινή
κυβέρνηση όσο και οι προκάτοχοί της υπηρετούν το δρόμο της καπιταλιστικής
ανάπτυξης, ο οποίος καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις ανεξάρτητα από το αν αυτές
καλύπτουν ή όχι λαϊκές ανάγκες, ανεξάρτητα από τις παραγωγικές δυνατότητες της
χώρας.
Ετσι, ενώ θα μπορούσε να
αναπτυχθεί η Βιομηχανία Ζάχαρης και να καλύπτει τις ανάγκες του λαού (και ενώ
από τον Οκτώβρη του 2017 καταργούνται οι ποσοστώσεις στην παραγωγή ζάχαρης), η
παραγωγή και η μεταποίηση ζαχαρότευτλων «θυσιάζεται» για την κερδοφορία των
μονοπωλιακών και των τραπεζικών ομίλων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι
στη ζάχαρη το μερίδιο αγοράς στην ΕΕ μοιράζεται σε μεγάλους ομίλους, που έχουν
εργοστάσια σε πολλές χώρες. Η Γερμανία έχει περίπου το 46%, ακολουθεί η Γαλλία
με 18% και η Βρετανία με 11%, ενώ αναπτύσσεται και η Πολωνία με γερμανικά
κεφάλαια, με τη «Sudzucker» να αποτελεί τον έναν από τους δύο μεγάλους
γερμανικούς ομίλους.
Ταυτόχρονα, στη χώρα μας
γίνονται μαζικές εισαγωγές κακής ποιότητας ζάχαρης, με το λαό να πληρώνει
ακριβά το προϊόν στην αγορά, ενώ αντίθετα οι μεγαλέμποροι μεγαλοεισαγωγείς
θησαυρίζουν.
Αναγκαίος ο άλλος δρόμος
ανάπτυξης
Οι εξελίξεις στην ΕΒΖ
αποκαλύπτουν τα αδιέξοδα και τη σαπίλα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που
οδηγεί σε καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, υπονομεύει τις παραγωγικές
δυνατότητες της χώρας και αυξάνει την ανεργία.
Το ΚΚΕ έχει προτείνει
άμεσα μέτρα για την επιβίωση της ΕΒΖ, όπως είναι να διαγραφούν οι τόκοι των
τραπεζών, να παγώσουν οι πληρωμές των δανείων, να «κουρευτούν» τα δάνεια, να
αξιοποιηθούν κονδύλια του ΕΣΠΑ για την ενίσχυση της ΕΒΖ. Τα μέτρα αυτά
αποτελούν άμεσους στόχους σωτηρίας, για το σήμερα.
Η πάλη όμως για την
επιβίωση των εργοστασίων και της τευτλοκαλλιέργειας πρέπει να δένεται με την
πάλη για τη δημιουργία των προϋποθέσεων μιας άλλης ανάπτυξης του κλάδου, στο
πλαίσιο του δρόμου ανάπτυξης που προτείνει το ΚΚΕ, ο οποίος είναι ο μόνος που
μπορεί να οδηγήσει σε φιλολαϊκή διέξοδο τους εργαζόμενους και το λαό.
Για την αξιοποίηση όλων
των δυνατοτήτων της παραγωγής στον τομέα της ζάχαρης που τώρα χάνονται (μείωση
τευτλοκαλλιέργειας, απώλεια τεχνογνωσίας κ.λπ.), όπως και συνολικά για την
αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας προς όφελος του λαού, είναι
αναγκαία η πάλη ενάντια στις δεσμεύσεις της ΕΕ, ενάντια στο ίδιο το κεφάλαιο
και την πολιτική για τη διασφάλιση των κερδών του. Είναι αναγκαία η πάλη για
μια άλλη εξουσία, όπου τα μέσα παραγωγής θα αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία και
η οργάνωση της οικονομίας θα γίνεται με κεντρικό σχεδιασμό και με κριτήριο τις
σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, για μια οικονομία, η οποία, με παραγωγικούς
συνεταιρισμούς των μικρομεσαίων αγροτών και με καθετοποιημένες κρατικές
αγροτικές βιομηχανίες, θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες της χώρας. Θα
εξασφαλίζει σταθερή δουλειά στους εργαζόμενους, ικανοποιητικό εισόδημα στους
αγρότες, επάρκεια φτηνών, υγιεινών τροφίμων για τη διατροφή του λαού μας και
πρώτες ύλες για τη μεταποιητική βιομηχανία.
Σ' αυτήν την κατεύθυνση
έχουν κάθε συμφέρον να δυναμώσουν τον αγώνα και την κοινωνική συμμαχία τους οι
εργαζόμενοι, οι μικρομεσαίοι αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι και μικροί ΕΒΕ.